Μάκβεθ

Μ Α Κ Β Ε Θ 33 κο, πόσο νομίζεις ότι μπορεί να τρέξει ένα βαριά φορτωμένο Στάλιν;» «Χμ. Γύρω στα εξήντα την ώρα μάξιμουμ». «Ωραία, αλλά ο χρόνος για να πετύχουμε τους στόχους μας όλο και λιγοστεύει. Πρέπει να αυτοσχεδιάσουμε». «Θα ρίξεις τα στιλέτα σου;» ρώτησε ο Μπάνκο τον Μάκβεθ. «Από τόσο μακριά; Ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη, αλλά όχι. Τώρα θα δεις, φίλε μου. Θα δεις κυριολεκτικά». Ο Μπάνκο σήκωσε τα μάτια του από το διπλό σκόπευτρο του τουφεκιού του και είδε ότι ο Μάκβεθ είχε πιάσει με τα δύο χέρια τον μεταλλικό στύλο που έφτανε μέχρι τη στέγη και που στην κορυφή του ήταν ο προβολέας. Οι φλέβες είχαν φουσκώσει στον λιονταρίσιο λαιμό του και έδειχνε τα άσπρα δόντια του με έναν μορφασμό που ο Μπάνκο δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν πλατύ χαμόγελο ή γκριμάτσα. Ο μεταλλικός στύλος ήταν γερά βιδωμένος πάνω στον εξωτερικό τοίχο για να αντέχει στους άγριους βορειοδυτικούς ανέμους που τον χτυπούσαν τους οχτώ από τους δώδεκα μήνες του χρόνου, αλλά ο Μπάνκο είχε δει τον Μάκβεθ να σηκώνει αυτοκίνητο για να το ελευθερώσει από τα χιόνια. «Τρία» μούγκρισε ο Μάκβεθ. Οι πρώτες βίδες τινάχτηκαν από τις τρύπες τους. «Δύο». Ο στύλος ελευθερώθηκε και με το επόμενο τράβηγμα ξεκόλ- λησε και το καλώδιο από τον τοίχο. «Ένα». Ο Μάκβεθ έστρεψε το φως πάνω στη ράμπα του πλοίου. «Τώρα». Ακούστηκε σαν διπλή καμτσικιά. Ο Ντοφ άνοιξε τα μάτια του ακριβώς τη στιγμή που ο άντρας με το αυτόματο έπεφτε προς τα εμπρός και το κράνος του χτυπούσε την άσφαλτο. Εκεί που στεκόταν ο Σίβαρτ υπήρχε φως και τώρα ο Ντοφ τον έβλε- πε καθαρά, όπως και τον άντρα πίσω του. Δεν σημάδευε πια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=