Μάκβεθ

Μ Α Κ Β Ε Θ 25 δαχτύλων του στο πόμολο, ακούγοντας την ανάσα του καθώς προσπαθούσε να συναντήσει τη ματιά των ανδρών του που στέκονταν παραταγμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο στη στενή σκάλα πίσω του. Άλλος βυθισμένος στις σκέψεις του. Άλλος σηκώνοντας την ασφάλεια του όπλου του. Άλλος δίνοντας μια συμβουλή της τελευταίας στιγμής στον μπροστινό του. Άλλος κάνοντας μια τελευταία βουβή προσευχή. «Η βαλίτσα παραδόθηκε» φώναξε ο Σέιτον από τον πρώτο όροφο. «Τώρα!» διέταξε ο Ντοφ, ανοίγοντας με ένα απότομο τρά- βηγμα την πόρτα και κολλώντας στον τοίχο. Οι άντρες πέρασαν με ορμή από δίπλα του και βγήκαν στο σκοτάδι. Ο Ντοφ ακολούθησε τελευταίος. Ένιωσε τη βροχή στο κεφάλι του. Είδε σιλουέτες να κινούνται. Είδε μερικές μοτοσι- κλέτες χωρίς αναβάτη. Έφερε στα χείλη του την ντουντούκα. «Αστυνομία! Όλοι ακίνητοι, ψηλά τα χέρια! Επαναλαμβάνω. Αστυνομία! Όλοι ακίνητοι…» Η πρώτη σφαίρα έσπασε με κρότο το τζάμι της πόρτας πίσω του, η δεύτερη πέρασε ξυστά από το μπατζάκι του, από τη μέσα μεριά. Κι ύστερα ακούστηκε κάτι που του θύμισε τα παι- διά του όταν έφτιαχναν ποπκόρν τα σαββατόβραδα. Αυτόματα όπλα. Να πάρει η οργή. «Πυρ!» ούρλιαξε ο Ντοφ και πέταξε την ντουντούκα. Έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος, έκανε να σηκώσει το όπλο του μπροστά του και διαπίστωσε ότι είχε πέσει μέσα σε μια λακκούβα με νερό. «Μη» ψιθύρισε μια φωνή πίσω του. Ο Ντοφ γύρισε και κοί- ταξε. Ήταν ο Σέιτον. Σε στάση ημιανάπαυσης, με το όπλο παρά πόδα. Σαμποτάριζε την έφοδο; Ήταν;… «Έπιασαν τον Σίβαρτ» ψιθύρισε ο Σέιτον. Ο Ντοφ ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να διώξει τα βρομό- νερα και συνέχισε να κοιτάζει. Εντόπισε έναν από τους Νορς Ράιντερ. Αλλά ο τύπος απλώς καθόταν ήρεμος καβάλα στη μοτοσικλέτα του, δεν πυροβολούσε. Τι διάβολο συνέβαινε;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=