Μάκβεθ

Μ Α Κ Β Ε Θ 21 «Οπότε τι κάνουμε;» «Περιμένουμε και παρακολουθούμε. Δεν αποκλείεται ο Ντοφ να μπορέσει να το φέρει εις πέρας μόνος του. Σ’ αυτή την πε- ρίπτωση δεν θα παρέμβουμε». «Θέλεις να πεις ότι έσυρες αυτά τα παιδιά εδώ νυχτιάτικα μόνο για να περιμένουν και να παρακολουθούν ;» Ο Μάκβεθ γέλασε πνιχτά. «Μόνοι τους προσφέρθηκαν, κι εξάλλου τους εξήγησα ότι μπορεί να ήταν βαρετό». Ο Μπάνκο κούνησε το κεφάλι του. «Έχεις πάρα πολύ ελεύ- θερο χρόνο, Μάκβεθ. Πρέπει να κάνεις οικογένεια». Ο Μάκβεθ σήκωσε τα χέρια του. Το χαμόγελό του άστραψε πάνω στη γενειάδα που γέμιζε το φαρδύ σκουρόχρωμο πρόσω- πό του. «Εσύ και οι άντρες της ομάδας μου είστε η οικογένειά μου, Μπάνκο. Τι άλλο χρειάζομαι;» Πίσω τους, ο Ούλαφσον και ο Άνγκους γέλασαν όλο χαρά. «Πότε θα μεγαλώσει αυτό το παιδί;» μουρμούρισε με από- γνωση ο Μπάνκο και σκούπισε το νερό της βροχής από το στόχαστρο του Ρέμινγκτον 700. Ο Μπόνους είχε την πόλη στα πόδια του. Μπροστά του ένας τοίχος από γυαλί ξεκινούσε από το πάτωμα και έφτανε ως το ταβάνι και, αν έλειπαν τα χαμηλά σύννεφα, θα είχε πανοραμι- κή θέα ολόκληρης της πόλης. Άπλωσε το χέρι του με το ποτήρι της σαμπάνιας και ο ένας από τους δύο νεαρούς με τα λευκά γάντια και την κιλότα ιππασίας έσπευσε να του το ξαναγεμίσει. Θα έπρεπε να πίνει με μέτρο, το ήξερε. Η σαμπάνια ήταν ακρι- βή, αλλά από την άλλη δεν πλήρωνε αυτός. Ο γιατρός τού είχε πει ότι στην ηλικία του ο άντρας πρέπει να αρχίσει να σκέφτε- ται τον τρόπο ζωής και τις συνήθειές του. Μα έλα που ήταν πολύ ωραία. Ναι, ήταν τόσο απλό. Ήταν πολύ ωραία η σαμπά- νια. Όπως και τα στρείδια και ο αστακός. Και η μαλακή βαθιά πολυθρόνα. Και τα αγόρια. Όχι πως ήταν και αυτά στη διάθεσή του. Αλλά πάλι, δεν είχε ρωτήσει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=