Μάκβεθ

Μ Α Κ Β Ε Θ 19 Ξαπλωμένος ανάσκελα, ο Μάκβεθ χασμουρήθηκε. Περίμενε ακούγοντας το σφυροκόπημα της βροχής, μέχρι που άρχισε να μουδιάζει. Γύρισε στο πλευρό του. Ένας ασπρομάλλης άντρας ανασήκωσε τον μουσαμά και τρύπωσε από κάτω. Στάθηκε στο σκοτάδι, τουρτουρίζοντας και βλαστημώντας. «Βράχηκες, Μπάνκο;» ρώτησε ο Μάκβεθ και ακούμπησε τις παλάμες του στο τραχύ πισσόχαρτο όπου ήταν ξαπλωμένος. «Για έναν γέρο με αρθριτικά σαν κι εμένα είναι κατάρα να ζει σ’ αυτή την άθλια πόλη. Πρέπει να βγω στη σύνταξη και να μετακομίσω στην επαρχία. Να πιάσω ένα σπιτάκι στο Φάιφ ή κάπου εκεί γύρω, να λιάζομαι στη βεράντα μου, μέλισσες να βουίζουν, πουλάκια να κελαηδάνε». «Αντί να πλαγιάζεις σε μια ταράτσα σε ένα λιμάνι γεμάτο κοντέινερ μες στη μαύρη νύχτα; Θα αστειεύεσαι». Γέλασαν. Ο Μπάνκο άναψε έναν φακό. «Να αυτό που ήθελα να σου δείξω». Ο Μάκβεθ έπιασε τον φακό και έριξε το φως στο σκίτσο που του έδωσε ο Μπάνκο. «Είναι πολυβόλο Γκάτλινγκ. Ωραίο δεν είναι;» «Το πρόβλημα δεν είναι η εμφάνιση, Μπάνκο». «Τότε δείξ’ το στον Ντάνκαν. Εξήγησέ του ότι η Ομάδα Κρούσης το χρειάζεται. Τώρα». Ο Μάκβεθ αναστέναξε. «Δεν το θέλει». «Πες του ότι θα τη χάσουμε τη μάχη, όταν οι συμμορίες έχουν βαρύτερο οπλισμό από τον δικό μας. Εξήγησέ του τι μπορεί να κάνει ένα Γκάτλινγκ. Εξήγησέ του τι μπορεί να κάνουν δύο Γκάτλινγκ!» «Ο Ντάνκαν δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε οποιαδήποτε αγορά επιπλέον εξοπλισμού, Μπάνκο. Και νομίζω πως έχει δίκιο. Απ’ όταν έγινε διοικητής, μειώθηκαν τα περιστατικά ένοπλων συγκρούσεων».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=