Μάκβεθ

J O N E S B O 18 μα και είχε προσφέρει στον Ντοφ την Ομάδα Κρούσης. Αλλά ο Ντοφ είχε αρνηθεί λέγοντας ότι είχαν απλώς να πιάσουν ένα φορτηγό και του είχε ζητήσει να μην πει τίποτε σε κανέναν για την ανώνυμη πληροφορία. Με ένα σύνθημα του άντρα με το κράνος των Βίκινγκ, ένας από τους μοτοσικλετιστές βγήκε μπροστά. Ο Ντοφ πρόσεξε τα διακριτικά του λοχία στο μπράτσο του δερμάτινου μπουφάν, όταν ο τύπος άνοιξε έναν χαρτοφύλακα μπροστά στον καπετάνιο του πλοίου. Ο καπετάνιος ένευσε καταφατικά, σήκωσε το ένα χέρι του δίνοντας το σινιάλο και, μέσα σε δευτερόλεπτα, σίδερο ούρλιαξε πάνω σε σίδερο και φως άναψε σε έναν γερανό που ο βραχίονάς του ταλαντευόταν πάνω από την άκρη της προβλήτας. «Κοντεύουμε» είπε ο Ντοφ. Τώρα η φωνή του ήταν πιο σταθερή. «Θα περιμένουμε ώσπου να αλλάξουν χέρια το φορτίο και τα λεφτά και τότε θα κινηθούμε». Βουβά νεύματα στο μισοσκόταδο. Είχαν μελετήσει σχολα- στικά κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου, αλλά έχοντας υπολογίσει το πολύ πέντε άντρες. Μήπως ο Σβένο είχε ειδοποιηθεί για πιθανή επέμβαση της αστυνομίας; Μήπως γι’ αυτό είχε έρθει με τόσο ισχυρή συνοδεία; Όχι, σ’ αυτή την περίπτωση θα είχε ματαιώσει τη συναλλαγή. «Πιάνεις τη μυρωδιά;» ψιθύρισε ο Σέιτον δίπλα του. «Ποια μυρωδιά;» «Του φόβου τους». Ο Σέιτον είχε κλείσει τα μάτια και τα ρουθούνια του τρεμούλιαζαν. Ο Ντοφ στύλωσε το βλέμμα του έξω στη βροχερή νύχτα. Μήπως έπρεπε να δεχτεί έστω και τώρα την προσφορά του Μάκβεθ; Έσυρε τα λεπτά μακριά του δάχτυλα στη διαγώνια ουλή που σημάδευε το πρόσωπό του. Δεν ήταν ώρα για τέτοιες σκέψεις · έτσι έπρεπε να γίνει, έτσι έπρεπε να είχε γίνει από παλιά. Ο Σβένο ήταν εδώ. Ο Μάκβεθ και οι άνδρες της Ομάδας Κρούσης ήταν στα κρεβάτια τους. * * *

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=