Λόγια νεκρών

Λ Ο Γ Ι Α Ν Ε Κ Ρ Ω Ν 11 Ήταν άοπλος. Η σκέψη αναδυόταν μέσα από τη φρικτή ακινησία του μυα­ λού της. Δεν μπορούσε να τον πυροβολήσει. Ήταν άοπλος. Αλλά εξακολουθούσε να πιέζει τη σκανδάλη· λίγο ακόμα και θα εκτό­ ξευε τη σφαίρα που θα διαπερνούσε τη ζελατίνα του κράνους του και θα τρυπούσε το κρανίο του κάπου ανάμεσα στο αρι­ στερό μάτι και τη γέφυρα της μύτης του. Έμειναν εκεί, και οι δύο, κοκαλωμένοι για μια στιγμή που έμοιαζε μέρα ολόκληρη. Εκείνος ήξερε ότι θα πέθαινε. Εκείνη ήξερε ότι θα τον σκότωνε. Αλλά δεν μπορούσε. Ήταν άοπλος. Η Φλάναγκαν χαλάρωσε το δάχτυλό της στη σκανδάλη. Εκεί­ νος είδε την κίνηση στους κόμπους του χεριού της και την κο­ πάνησε με τη μηχανή, ρίχνοντας τον νεκρό αναβάτη στο έδαφος. Μόνο αργότερα η Φλάναγκαν θα μάθαινε ότι η μηχανή και ο αναβάτης της κατέληξαν στις ρόδες ενός λεωφορείου δυο δρόμους από εκεί. Ο Τάντι δεν πέθανε. Όχι τότε. Έζησε, αν μπορούσε κανείς να το αποκαλέσει ζωή αυτό το πράγμα, για άλλα πέντε χρόνια προτού χαθεί ό,τι είχε απομείνει από εκείνον. Της το είχε πει ο ανακριτής διευθυντής Πέρντι στο κυλικείο στο τμήμα Λίσμπερν καθώς έτρωγαν μεσημεριανό πριν από μερικές εβδομάδες. Ίσως θα μπορούσε να διαλέξει καλύτερη στιγμή και καλύτερο μέρος, αλλά πού να το ήξερε; Ούτε η ίδια η Φλάναγκαν δεν φανταζόταν ότι η είδηση θα την έκανε κομμάτια. Ξέσπασε σε κλάματα μες στο κυλικείο, μπροστά σε όλους – αστυφύλακες, αρχιφύλακες, επιθεωρητές, ανακριτές, μάγει­ ρες, καθαριστές. Όλη την είδαν να καταρρέει, να ισοπεδώνεται από μια απελπιστική θλίψη για έναν άντρα που δεν την άξιζε καθόλου. ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=