Λόγια νεκρών

S T U A R T N E V I L L E 18 Την άφησε να θρηνήσει και βγήκε στον διάδρομο. Τι μεγαλόπρεπο σπίτι. Ο κύριος Γκάρικ το είχε χτίσει για τη νέα του γυναίκα όταν παντρεύτηκαν πριν από εφτά χρόνια. Έξι υπνοδωμάτια, τα μισά με μπάνιο, τρία σαλόνια, ένα μεγάλο γκαράζ που φιλοξενούσε την ταπεινή συλλογή κλασικών αυτο­ κινήτων του κυρίου Γκάρικ. Τέσσερα στρέμματα με γκαζόν και παρτέρια. Αρκετά χρήματα για να πληρώνουν κηπουρό και καθαρίστρια που φρόντιζαν τα πάντα. Θα έπρεπε να είχαν ζήσει μια μεγάλη κι ευτυχισμένη ζωή μαζί. Αλλά δεν ήταν αυτό το θέλημα του Θεού, είχε πει κάποτε ο κύριος Γκάρικ όταν προσεύχονταν μαζί με τον αιδεσιμότατο Μακέι. Ο Θεός δεν έπαιζε κανέναν ρόλο σε όλα αυτά, παραλίγο να πει ο Μακέι. Αλλά κρατήθηκε. Ο Μακέι σπάνια σκεφτόταν πια τον Θεό, εκτός κι αν έγραφε κάποιο κήρυγμα ή τελούσε λειτουργία. Ο αιδεσιμότατος Πίτερ Μακέι σταμάτησε να πιστεύει στον Θεό πριν από μερικούς μή­ νες. Ό,τι έκανε από τότε ήταν θέατρο, τόσο από οίκτο για τους ενορίτες όσο και από επιθυμία να κρατήσει τη δουλειά του. Δεν υπήρχε Θεός. Δεν υπήρχε αμαρτία. Δεν υπήρχε παρά­ δεισος. Δεν υπήρχε κόλαση. Ο αιδεσιμότατος Πίτερ Μακέι ήταν σίγουρος γι’ αυτό όσο σίγουρος ήταν για το όνομά του. Πήγε ως το τραπεζάκι του διαδρόμου όπου βρισκόταν το τηλέφωνο, σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=