Λόγια νεκρών
Λ Ο Γ Ι Α Ν Ε Κ Ρ Ω Ν 17 τραπέζι πάνω από το κρεβάτι του, πίσω από τις παραταγμένες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. Μια με τους γονείς του κυρίου Γκάρικ, που είχαν πεθάνει από καιρό, μία από τον γάμο τους με τη Ρομπέρτα, άλλη μια με την πρώτη γυναίκα του, μαυρισμένη και λαμπερή, να του χαμογελάει ξαπλωμένη σε μια πετσέτα παραλίας. Και τέλος μια μικρή οβάλ φωτογραφία της Έριν, του παιδιού που είχαν χάσει πριν από τα δεύτερα γενέθλιά του. Ο αιδεσιμότατος Πίτερ Μακέι είχε τελέσει κι εκείνη την κηδεία. Μια από τις πιο δύσκολες που είχε κάνει. Η θλίψη ήταν τόσο έντονη που φόρτιζε την ατμόσφαιρα στην εκκλησία, την έκανε πυκνή και βαριά. Ο Μακέι άκουγε κάθε λυγμό που ήταν παγιδευμένος ανάμεσα στους τοίχους, σαν να έβγαινε απ’ το δικό του στήθος. Η Ρομπέρτα έπιασε τη φωτογραφία του χαμογελαστού παι διού, άγγιξε με τα δάχτυλα το πρόσωπο. Ο Μακέι κατέβασε το χέρι από τον ώμο της, χάιδεψε το μπράτσο της κι έπειτα έκλει σε τον λεπτό καρπό της στα δάχτυλά του. «Ίσως καλύτερα να μην αγγίξεις τίποτα» είπε. «Για όταν έρθει η αστυνομία». Τότε τα γόνατα της Ρομπέρτα δεν την κράτησαν άλλο και κατέρρευσε δίπλα στο κρεβάτι. Έπιασε το ακίνητο χέρι του άντρα της, έκρυψε το πρόσωπό της στην κουβέρτα, κοντά στο σημείο όπου θα έπρεπε να είναι τα πόδια του. Ο Μακέι την παρατηρούσε καθώς οι ώμοι της τραντάζονταν, άκουγε το μοι ρολόι της, που έπνιγαν τα σκεπάσματα. Αυτή η έκφραση θλίψης τον έκανε να φρίξει σιωπηρά, παρόλο που αν σκεφτόταν λογικά, ήξερε ότι η αντίδρασή της ήταν λογική και αναπόφευκτη. Όμως το παράλογο κομμάτι του μυαλού του, το ξέφρενο μέρος του, διαμαρτυρόταν, ρώταγε, κι εγώ; Κι εγώ; Κι εμείς; Ο Μακέι έμεινε σιωπηλός για λίγο κι έπειτα άγγιξε ξανά τον ώμο της και είπε «Θα κάνω τα απαραίτητα τηλεφωνήματα».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=