Λίγη ζωή

Λ Ι Γ Η Ζ Ω Η 15 «Πόσο;» ρώτησε ο Γουίλεμ. «Μάλλον τίποτα – ούτε τι νοίκι να ζητήσει δεν ήξερε. Και θέλει κάποιον που να τον ξέρει». «Λες να μπορέσεις να της πεις μια καλή κουβέντα;» «Ακόμα καλύτερα – θα σας συστήσω. Μπορείτε να περάσετε από το γραφείο αύριο;» Ο Τζουντ αναστέναξε. «Δεν θα τα καταφέρω να ξεγλιστρήσω». Κοίταξε τον Γουίλεμ. «Μην ανησυχείς – μπορώ εγώ. Τι ώρα;» «Το μεσημέρι, θα ’λεγα. Στη μία;» «Θα είμαι εκεί». Ο Γουίλεμ πεινούσε ακόμη, μα άφησε τον Τζέι Μπι να φάει τα υπόλοιπα μανιτάρια. Μετά όλοι περίμεναν για λίγο· μερικές φορές ο Μάλκομ παράγγελνε παγωτό αρτόκαρπο, το μοναδικό πράγμα στον κατάλογο που ήταν σταθερά καλό, έτρωγε δυο μπουκιές και μετά το άφηνε, κι αυτός με τον Τζέι Μπι έτρωγαν το υπόλοιπο. Αλλά αυτή τη φορά δεν παράγγειλε το παγωτό, κι έτσι ζήτησαν τον λογαριασμό για να τον μελετήσουν και να τον διαιρέσουν μέχρι δολαρίου. Την άλλη μέρα, ο Γουίλεμ βρήκε τον Τζέι Μπι στο γραφείο του. Ο Τζέι Μπι δούλευε ρεσεψιονίστ σε ένα μικρό μα σημαντικό περιοδικό με έδρα το Σόχο που κάλυπτε την καλλιτεχνική σκηνή του κέντρου. Ήταν μια στρατηγική θέση γι’ αυτόν· το σχέδιό του, όπως είχε εξηγή- σει στον Γουίλεμ ένα βράδυ, ήταν να προσπαθήσει να γίνει φίλος κάποιου από τους συντάκτες και μετά να τον πείσει να τον παρουσιά­ σει στο περιοδικό. Υπολόγιζε ότι αυτό θα έπαιρνε γύρω στους έξι μήνες, που σήμαινε ότι του απέμεναν άλλοι τρεις. Ο Τζέι Μπι είχε διαρκώς μια έκφραση ήπιας δυσπιστίας όσο ήταν στη δουλειά του, τόσο για το ότι δούλευε όσο και για το ότι ακόμη ουδείς είχε σκεφτεί να αναγνωρίσει την ιδιαίτερη ιδιοφυΐα του. Δεν ήταν καλός ρεσεψιονίστ. Αν και τα τηλέφωνα χτυπούσαν λίγο πολύ διαρκώς, σπανίως τα σήκωνε · όταν κάποιος από τους τέσσερις ήθελε να τον βρει (το σήμα των κινητών στο κτίριο ήταν απρόβλεπτο), έπρε-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=