Λίγη ζωή

H A N Y A Y A N A G I H A R A 14 «Κι εγώ δεν είμαι μαύρος» πρόσθετε ο Μάλκομ, πιο πολύ για να τη σπάσει στον Τζέι Μπι παρά επειδή το πίστευε. «Λοιπόν» είπε τώρα ο Τζέι Μπι, τραβώντας με το πιρούνι του το πιάτο των μανιταριών κατά τη μεριά του, «θα σας έλεγα ότι μπορείτε να μείνετε σ’ εμένα κι οι δυο σας, μα δεν θα σας άρεσε με τίποτα». Ο Τζέι Μπι ζούσε σ’ ένα τεράστιο, βρομερό λοφτ στη Μικρή Ιταλία, γεμάτο παράξενους διαδρόμους που οδηγούσαν σε αχρησιμοποίητα, περίεργα σχηματισμένα αδιέξοδα και μισοτελειωμένες γωνιές, με τη γυψοσανίδα παρατημένη καταμεσής της κατασκευής, το οποίο ανή- κε σε ένα άλλο άτομο που γνώριζαν από το κολέγιο. Ο Έζρα ήταν ζωγράφος, κακός ζωγράφος μα δεν είχε ανάγκη να είναι καλός, επει- δή, όπως άρεσε στον Τζέι Μπι να τους θυμίζει, δεν θα χρειαζόταν να δουλέψει ποτέ στη ζωή του. Κι όχι μόνο δεν θα χρειαζόταν να δουλέ- ψει ο ίδιος , μα και τα παιδιά των παιδιών των παιδιών του δεν θα χρειαζόταν ποτέ να δουλέψουν: μπορούσαν να δημιουργούν κακή, πρακτικά απούλητη, άχρηστη τέχνη επί γενιές και ακόμη θα είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν όποτε τους κατέβαινε τα καλύτερα λάδια που ήθελαν και άβολα μεγάλα λοφτ στο κέντρο του Μανχάταν για να τα αχρηστεύσουν με τις κακές αρχιτεκτονικές επιλογές τους∙ κι όταν βαριούνταν τη ζωή του καλλιτέχνη –όπως ήταν πεπεισμένος ο Τζέι Μπι ότι θα συνέβαινε κάποτε στον Έζρα– θα χρειαζόταν απλώς να καλέσουν τους υπεύθυνους του καταπιστεύματός τους για να πάρουν εφάπαξ ένα τεράστιο ποσό της τάξης που οι τέσσερίς τους (εντάξει, ίσως όχι ο Μάλκομ) ούτε στα όνειρά τους δεν θα έβλεπαν σ’ όλη τους τη ζωή. Προς το παρόν ωστόσο, ο Έζρα ήταν μια χρήσιμη γνωριμία, όχι μόνο επειδή άφηνε τον Τζέι Μπι και μερικούς άλλους φίλους του από τη σχολή να μένουν στο διαμέρισμά του –ανά πάσα στιγμή, υπήρ- χαν τέσσερις ή πέντε άνθρωποι φωλιασμένοι σε διάφορες γωνιές του λοφτ–, αλλά επειδή ήταν ένας καλόβολος και κατά βάση γενναιόδω- ρος άνθρωπος, και του άρεσε να κάνει αλόγιστα πάρτι με άφθονες δωρεάν ποσότητες φαγητού, ναρκωτικών και αλκοόλ. «Σταθείτε» είπε ο Τζέι Μπι, αφήνοντας κάτω τα ξυλάκια του. «Τώ- ρα το θυμήθηκα – είναι κάποια στο περιοδικό που νοικιάζει το σπίτι μιας θείας της. Να πούμε, στα όρια της Τσάιναταουν».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=