Λίγη ζωή

Λ Ι Γ Η Ζ Ω Η 33 και όσες φορές κι αν προσπάθησε να τον καθησυχάσει ο Γουίλεμ, ήταν απαρηγόρητος. «Μόνο μην το πεις στον Μάλκομ και τον Τζέι Μπι, εντάξει;» του ζήτησε. «Δεν θα το πω» υποσχέθηκε. Και ποτέ δεν το είπε, αν και στο τέλος δεν είχε σημασία, μια και κάποια στιγμή θα τον έβλεπαν να πονάει και ο Μάλκομ και ο Τζέι Μπι – αν και λίγες φορές σε κρίσεις τέτοιας διάρκειας όσο αυτή που είδε ο Γουίλεμ εκείνη τη νύχτα. Ποτέ δεν το συζήτησε με τον Τζουντ, στα χρόνια όμως που ακο- λούθησαν, τον έβλεπε σε κάθε λογής πόνους, μεγάλους και μικρούς, τον έβλεπε να μορφάζει στις μικρές λαβωματιές, και περιστασιακά, όταν η δυσφορία πια τον ξεπερνούσε, τον έβλεπε να κάνει εμετό ή να διπλώνεται χάμω ή απλώς να σβήνουν όλα γύρω του και να μένει αναί- σθητος, όπως στο καθιστικό τους τώρα. Μα, αν και άνθρωπος που κρατούσε τον λόγο του, ένα κομμάτι του πάντα αναρωτιόταν γιατί δεν είχε ποτέ θέσει το ζήτημα στον Τζουντ, γιατί δεν τον είχε ποτέ ανα- γκάσει να συζητήσει πώς ένιωθε, γιατί δεν είχε ποτέ τολμήσει να κάνει αυτό που του έλεγε το ένστικτό του να κάνει εκατό φορές: να καθίσει πλάι του και να του τρίψει τα πόδια, να προσπαθήσει με μαλάξεις να καθυποτάξει τις σπασμωδικές πυροδοτήσεις των νευρώνων του. Αντ’ αυτού να που κρυβόταν στο μπάνιο και παρίστανε τον απασχολημένο καθώς, λίγα μέτρα παραπέρα, ένας από τους αγαπημένους του φίλους καθόταν μονάχος στον αηδιαστικό καναπέ, στο αργό, θλιμμένο, μο- ναχικό ταξίδι της ανάκτησης των αισθήσεών του, της επιστροφής στη γη των ζωντανών, χωρίς κανέναν απολύτως στο πλευρό του. «Είσαι χέστης» είπε στην αντανάκλασή του στον καθρέφτη του μπάνιου. Το πρόσωπό του αντιγύρισε το βλέμμα, κουρασμένο από την αηδία. Από το καθιστικό, ακουγόταν μόνο σιωπή, μα ο Γουίλεμ στάθηκε αφανής πίσω από το σύνορό του, περιμένοντας τον Τζουντ να γυρίσει σ’ αυτόν. «Το μέρος είναι αχούρι» είχε πει ο Τζέι Μπι στον Μάλκομ, και παρό- τι δεν είχε άδικο –ο προθάλαμος και μόνο τού έφερνε ανατριχίλες–,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=