Λίγη ζωή

H A N Y A Y A N A G I H A R A 32 Κάπως κατάφερε να μισοσύρει, μισοκουβαλήσει τον Τζουντ στο δωμάτιό τους και να τον βάλει στο κρεβάτι του και αδέξια να τον καθαρίσει. Πλέον ο χειρότερος πόνος φαινόταν να έχει περάσει, και όταν ο Γουίλεμ τον ρώτησε αν έπρεπε να καλέσει γιατρό, ο Τζουντ κούνησε το κεφάλι του. «Μα Τζουντ» είπε, χαμηλόφωνα, «πονάς. Πρέπει να σε βοηθή- σουμε». «Τίποτα δεν θα βοηθήσει» είπε και σώπασε για λίγο. «Απλώς πρέ- πει να περιμένω». Η φωνή του ήταν ψιθυριστή κι αχνή, ανοίκεια. «Τι να κάνω;» ρώτησε ο Γουίλεμ. «Τίποτα» είπε ο Τζουντ. Έμειναν σιωπηλοί. «Γουίλεμ – θα μείνεις μαζί μου λιγάκι;» «Φυσικά» είπε. Δίπλα του, ο Τζουντ έτρεμε και τρανταζόταν σαν ξεπαγιασμένος, και ο Γουίλεμ πήρε το πάπλωμα από το δικό του κρεβάτι και τον σκέπασε. Κάποια στιγμή έβαλε το χέρι κάτω από το σκέπασμα και βρήκε το χέρι του Τζουντ και άνοιξε τη γροθιά του για να κρατήσει την υγρή, όλο κάλους παλάμη του. Είχε πολύ καιρό να κρατήσει το χέρι άλλου άντρα –από την εγχείριση του αδελφού του πολλά χρόνια πριν– και τον εξέπληξε πόσο δυνατή ήταν η λαβή του Τζουντ, πόσο μυώδη τα δάχτυλά του. Ο Τζουντ ριγούσε και τα δόντια του έτριζαν επί ώρες, και τελικά ο Γουίλεμ ξάπλωσε πλάι του και αποκοιμήθηκε. Το άλλο πρωί, ξύπνησε στο κρεβάτι του Τζουντ με σουβλιές στο χέρι του, κι όταν κοίταξε την ανάστροφή του είδε μελανιές εκεί όπου τον είχαν γραπώσει τα δάχτυλα του Τζουντ. Σηκώθηκε, κάπως αβέ- βαια, και πήγε στο κοινό δωμάτιο, όπου είδε τον Τζουντ να διαβάζει στο γραφείο του, τα χαρακτηριστικά του δυσδιάκριτα στο δυνατό φως του προχωρημένου πρωινού. Σήκωσε το βλέμμα όταν μπήκε ο Γουίλεμ και μετά στάθηκε όρθιος. Για λίγο απλώς κοιτάζονταν σιωπηλοί. «Γουίλεμ, χίλια συγγνώμη» είπε τελικά ο Τζουντ. «Τζουντ» είπε «δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγγνώμη». Και το εννοούσε· δεν υπήρχε. Μα «Συγγνώμη, Γουίλεμ, χίλια συγγνώμη» επανέλαβε ο Τζουντ,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=