Λίγη ζωή

Λ Ι Γ Η Ζ Ω Η 31 γκόμενό του, και ο Μάλκομ, που παρακολουθούσε ένα μάθημα αστρο- νομίας στο Χάρβαρντ εκείνο το εξάμηνο, βρισκόταν στο εργαστήριο όπου κοιμόταν τώρα τις Τρίτες και τις Πέμπτες. Ο ίδιος ο Γουίλεμ συχνά κοιμόταν αλλού, συνήθως στο δωμάτιο της κοπέλας του, μα εκείνη είχε γρίπη, οπότε έμεινε στο δωμάτιό του εκείνο το βράδυ. Αλλά ο Τζουντ ήταν πάντα εκεί. Ποτέ δεν είχε κοπέλα ή αγόρι, και πάντα περνούσε το βράδυ στο δωμάτιό τους, η παρουσία του κάτω από την κουκέτα του Γουίλεμ γνώριμη και διαρκής σαν τη θάλασσα. Δεν ήταν σίγουρος τι τον έσπρωξε να κατέβει από το κρεβάτι του και να σταθεί ένα λεπτό, μισοκοιμισμένος, στο κέντρο του βουβού δωματίου, κοιτάζοντας γύρω του λες και ο Τζουντ μπορεί να κρεμόταν από το ταβάνι σαν αράχνη. Μα τότε πρόσεξε ότι η πατερίτσα του έλειπε, και άρχισε να τον ψάχνει, να φωνάζει το όνομά του μαλακά στο κοινό δωμάτιο, και μετά, όταν δεν πήρε απάντηση, βγήκε από το διαμέρισμά τους στον διάδρομο προς τις κοινόχρηστες τουαλέτες. Μετά το σκοτάδι του δωματίου τους, το μπάνιο ήταν εμετικά φωτεινό, με τα ζωηρά του φώτα μονίμως να τσιτσιρίζουν αμυδρά, και ήταν τόσο αποπροσανατολισμένος, που εξεπλάγη λιγότερο από ό,τι θα έπρε- πε όταν είδε, στο τελευταίο χώρισμα, το πόδι του Τζουντ να εξέχει από το κενό κάτω από την πόρτα, η άκρη της πατερίτσας πλάι του. «Τζουντ;» ψιθύρισε και χτύπησε την πόρτα του χωρίσματος, και όταν δεν πήρε απάντηση, «Μπαίνω μέσα». Άνοιξε την πόρτα και βρήκε τον Τζουντ κατάχαμα, το ένα πόδι διπλωμένο στο στήθος του. Είχε κάνει εμετό, και υπήρχε μια μικρή λίμνη στο πάτωμα μπροστά του, και λίγος ήταν κολλημένος στα χείλη και το πιγούνι του, ένα κοκκώδες βερικοκί πασάλειμμα. Τα μάτια του ήταν κλειστά και ο ίδιος ιδρωμένος, το ένα χέρι του κρατούσε την καμπυλωτή άκρη της πατερίτσας του με μια ένταση που, όπως αργότερα θα καταλάβαινε ο Γουίλεμ, μόνο η ακραία δυσφορία προκαλεί. Τη στιγμή εκείνη, ωστόσο, ήταν φοβισμένος και μπερδεμένος, και άρχισε να κάνει στον Τζουντ ερωτήσεις επί ερωτήσεων, από τις οποίες καμία δεν ήταν σε κατάσταση να απαντήσει, και μόνο όταν προσπάθησε να τον σηκώσει όρθιο, έβγαλε ο Τζουντ μια κραυγή και κατάλαβε ο Γουίλεμ πόσο πολύ πονούσε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=