Λίγη ζωή

Λ Ι Γ Η Ζ Ω Η 29 ήξερε –από το πετάρισμα των ματιών του, που θύμιζε κολιμπρί, και από τη σφιχτή γροθιά του χεριού του, όπου ο Γουίλεμ έβλεπε τις φλέβες να πετάγονται σαν νήματα θαλασσινού πράσινου κάτω από την ανάστροφη της παλάμης– ότι πονούσε. Καταλάβαινε από την ακαμψία των ποδιών του Τζουντ, που ήταν ακουμπισμένα σε ένα κουτί με βιβλία, ότι ο πόνος ήταν έντονος, και ήξερε επίσης ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτόν. Αν έλεγε: «Τζουντ, να σου φέρω μια ασπιρίνη», ο Τζουντ θα απαντούσε: «Είμαι μια χαρά, Γουίλεμ, δεν θέλω τίποτα», και αν έλεγε: «Τζουντ, γιατί δεν πας να ξαπλώ- σεις;», ο Τζουντ θα απαντούσε: «Γουίλεμ. Είμαι μια χαρά . Μην ανη- συχείς». Οπότε τελικά έκανε ό,τι είχε μάθει να κάνει όλα αυτά τα χρόνια όταν πονούσαν τον Τζουντ τα πόδια του, που ήταν να σηκωθεί και να φύγει με κάποια δικαιολογία από το δωμάτιο, ώστε να μπορέ- σει ο Τζουντ να μείνει τελείως ακίνητος και να περιμένει ώσπου να περάσει ο πόνος χωρίς να χρειάζεται να κουβεντιάζει ή να ξοδεύει δυνάμεις παριστάνοντας ότι όλα είναι μια χαρά και ότι είναι απλώς κουρασμένος, ή έπαθε κράμπα, ή όποια άλλη ισχνή δικαιολογία κα- τάφερνε να επινοήσει. Στην κρεβατοκάμαρα, ο Γουίλεμ βρήκε τη σκουπιδοσακούλα με τα σεντόνια τους κι έστρωσε πρώτα το δικό του στρώμα και μετά του Τζουντ (που το είχαν αγοράσει πολύ φτηνά από τη μέλλουσα πρώην φιλενάδα της Καρολάινα την περασμένη βδομάδα). Χώρισε τα ρούχα του σε πουκάμισα, παντελόνια, και εσώρουχα και κάλτσες, και τα έβαλε στα αντίστοιχα χαρτόκουτα (που είχαν μόλις αδειάσει από βι- βλία), τα οποία έχωσε κάτω από το κρεβάτι. Δεν άγγιξε τα ρούχα του Τζουντ, μα μετά πήγε στο μπάνιο, το οποίο καθάρισε και απολύμανε πριν ξεχωρίσει και βάλει στη θέση τους την οδοντόκρεμα και τα σα- πούνια και τα ξυραφάκια και τα σαμπουάν τους. Μια ή δυο φορές σταμάτησε για να πεταχτεί κρυφά μέχρι το καθιστικό, όπου ο Τζουντ παρέμενε στην ίδια θέση, τα μάτια του ακόμη κλειστά, το χέρι του ακόμη σε γροθιά, το κεφάλι του γερμένο στο πλάι έτσι που ο Γουίλεμ δεν μπορούσε να δει την έκφρασή του. Τα αισθήματά του για τον Τζουντ ήταν κουβάρι. Τον αγαπούσε –αυ- τό ήταν το απλό κομμάτι– και φοβόταν γι’ αυτόν, και μερικές φορές

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=