Λίγη ζωή

H A N Y A Y A N A G I H A R A 28 ανέβαινε στο διαμέρισμα και θα κατηύθυνε την κυκλοφορία και την τοποθέτηση των κουτιών. Στο μεταξύ θα άρχιζε να ξεπακετάρει τα μεγαλύτερα πράγματα και θα αποσυναρμολογούσε τα κουτιά. Η Κα- ρολάινα και ο Μαύρος Χένρι Γιανγκ, δυνατοί μα κοντοί και οι δύο, θα κουβαλούσαν τα κουτιά με τα βιβλία, μια και το μέγεθός τους ήταν διαχειρίσιμο. Ο Γουίλεμ και ο Τζέι Μπι και ο Ρίτσαρντ θα κουβαλού- σαν τα έπιπλα. Κι αυτός με τον Ασιάτη Χένρι Γιάνγκ θα έπαιρναν όλα τα υπόλοιπα. Κάθε φορά που θα ξανακατέβαιναν, όλοι τους έπρεπε να παίρνουν ό,τι κουτιά είχε αποσυναρμολογήσει ο Τζουντ και να τα στοιβάζουν στο ρείθρο κοντά στους κάδους. «Θέλεις βοήθεια;» ρώτησε χαμηλόφωνα τον Τζουντ ο Γουίλεμ κα- θώς χωρίζονταν όλοι για τις δουλειές τους. «Όχι» είπε κοφτά, κι ο Γουίλεμ παρακολούθησε τη διστακτική, αργοκίνητη ανάβασή του στα σκαλιά, που ήταν πολύ απότομα και ψηλά, ώσπου δεν μπορούσε πια να τον δει. Ήταν μια εύκολη μετακόμιση, σβέλτη και χωρίς παρατράγουδα, και αφού άραξαν για λίγο όλοι μαζί, ξεπακετάροντας βιβλία και τρώ- γοντας πίτσα, οι άλλοι έφυγαν, για πάρτι και για μπαρ, κι ο Γουίλεμ και ο Τζουντ επιτέλους έμειναν μόνοι στο καινούργιο τους διαμέρισμα. Όλα τα πράγματα ήταν μες στη μέση, μα κουράζονταν στη σκέψη και μόνο να τα βάλουν στη θέση τους. Και έτσι χασομερούσαν, ξαφνια- σμένοι που το απόγευμα σκοτείνιασε τόσο γρήγορα, και που είχαν ένα σπίτι να μείνουν, ένα σπίτι στο Μανχάταν, ένα σπίτι που μπορούσαν να το πληρώνουν. Είχαν και οι δύο προσέξει τις ευγενικά κενές εκ- φράσεις στα πρόσωπα των φίλων τους όταν είδαν το διαμέρισμά τους πρώτη φορά (το δωμάτιο με τα δυο στενά μονά κρεβάτια –«Σαν από βικτοριανό άσυλο», έτσι το περιέγραψε ο Γουίλεμ στον Τζουντ– είχε αποσπάσει τα περισσότερα σχόλια), μα δεν τους ένοιαζε: ήταν δικό τους, κι είχαν συμβόλαιο για δύο χρόνια, και κανείς δεν μπορούσε να τους το πάρει. Εδώ θα μπορούσαν μέχρι και να αποταμιεύσουν μερι- κά χρήματα – και, στο κάτω κάτω, τι να τον κάνουν τον παραπάνω χώρο; Φυσικά και οι δυο τους λαχταρούσαν την ομορφιά, μα η ομορ- φιά έπρεπε να περιμένει. Ή μάλλον, θα έπρεπε να την περιμένουν. Μιλούσαν, μα τα μάτια του Τζουντ ήταν κλειστά, κι ο Γουίλεμ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=