Λίγη ζωή

Λ Ι Γ Η Ζ Ω Η 23 νοίκι, αποκλείεται να έμενε εκεί. Η οικογένειά του μπορεί να μην είχε τα λεφτά του Έζρα, ή του Μάλκομ, μα σε καμιά περίπτωση δεν θα τον άφηναν να χαραμίσει λεφτά για να ζει σ’ ένα αχούρι. Θα του έβρισκαν κάτι καλύτερο, ή θα του έδιναν ένα μικρό μηνιάτικο να τον βοηθήσουν να τα βγάλει πέρα. Μα ο Γουίλεμ και ο Τζουντ δεν είχαν τέτοια επιλογή: Έπρεπε να πληρώνουν από την τσέπη τους, και δεν είχαν λεφτά, άρα ήταν καταδικασμένοι να ζήσουν σ’ ένα αχούρι. Και εφόσον έτσι είχαν τα πράγματα, τότε μάλλον είχαν βρει το κατάλλη- λο αχούρι – ήταν φτηνό, βρισκόταν στο κέντρο, και η υποψήφια σπι- τονοικοκυρά τους ήταν ήδη τσιμπημένη με το πενήντα τοις εκατό των δυο τους. Έτσι «Μου φαίνεται τέλειο» είπε στον Γουίλεμ, που συμφώνησε. Η Άνικα έβγαλε μια τσιρίδα. Και ύστερα από μια βιαστική συζήτηση, ήταν οριστικό: η Άνικα είχε νοικάρη, κι ο Γουίλεμ κι ο Τζουντ κάπου να μείνουν – όλα αυτά πριν αναγκαστεί ο Τζέι Μπι να θυμίσει στον Γουίλεμ ότι δεν θα είχε πρόβλημα να τον κεράσει ο Γουίλεμ μια γα- βάθα νουντλς για μεσημεριανό προτού γυρίσει στο γραφείο. Ο Τζέι Μπι δεν ήταν της ενδοσκόπησης, μα στο τρένο για το σπίτι της μητέρας του, εκείνη την Κυριακή, δεν μπορούσε να μη νιώθει μια αόριστη αυταρέσκεια, συνδυασμένη με κάτι που έφερνε σε ευ- γνωμοσύνη, για τη ζωή και την οικογένεια που είχε. Ο πατέρας του, μετανάστης στη Νέα Υόρκη από την Αϊτή, είχε πεθάνει όταν ο Τζέι Μπι ήταν τριών, και παρότι ο Τζέι Μπι αρεσκόταν πάντα να πιστεύει ότι θυμόταν το πρόσωπό του –καλοσυνάτο κι ευ- γενικό, με ένα ψιλό μουστάκι και μάγουλα που φούσκωναν σαν δα- μάσκηνα όταν χαμογελούσε– ποτέ δεν θα μάθαινε αν απλώς νόμιζε ότι το θυμόταν, επειδή μεγάλωσε κοιτάζοντας τη φωτογραφία του πατέρα του στο κομοδίνο της μητέρας του, ή αν το θυμόταν στ’ αλή- θεια. Και πάλι, αυτή ήταν η μοναδική του θλίψη ως παιδιού, και ακόμα κι αυτή ήταν μια θλίψη πιο πολύ καταναγκαστική: Ήταν ορ- φανός από πατέρα, και ήξερε ότι τα ορφανά από πατέρα παιδιά θρη- νούν την απουσία στη ζωή τους. Ο ίδιος, ωστόσο, ποτέ δεν είχε βιώ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=