Ο λαβύρινθος των οστών
[ 13 ] ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσάει από τα ανατολικά, γεμίζο ντας τον ουρανό με ένα φορτίο μαύρης σκόνης. Όταν ήμουν καβάλα στο άλογο πίσω από τον Πάιπερ ή τη Ζόι, την έβλεπα να κατακάθεται ακόμα και στις πτυχώσεις των αυτιών τους. Αν έκλαιγα, τα δάκρυα που θα κυλούσαν θα ήταν μαύρα. Όμως δεν είχα χρόνο για δάκρυα. Άλλωστε, για ποιον να έκλαι γα; Για τον Κιπ; Για τους νεκρούς στο νησί; Για όλους εκείνους που ήταν παγιδευμένοι στο Νιου Χόμπαρτ; Για όσους συνέχιζαν να αιωρούνται, στο κενό του χρόνου, στις δεξαμενές; Ήταν πάρα πολλοί και τα δάκρυά μου δε θα τους ωφελούσαν. Σκεφτόμουν ότι το παρελθόν έμοιαζε με αγκαθωτό σύρμα. Οι αναμνήσεις τρυπούσαν το δέρμα μου, αμείλικτες σαν τους αγκαθωτούς θάμνους που φύτρωναν κοντά στο μαύρο ποτάμι του νεκρότοπου. Ακόμα και όταν προσπαθούσα να ανακαλέσω κάποια ευτυχισμένη στιγμή –όταν καθόμουν με τον Κιπ στο περβάζι του παράθυρου στο νησί ή όταν γελούσα με την Έλσα και τη Νίνα στην κουζίνα στο Νιου Χόμπαρτ–, η σκέψη μου κατέληγε στο ίδιο σημείο: στο πάτωμα του σιλό. Σε εκείνα τα τελευταία λεπτά: στην Έμπιστη και σε όσα είχε αποκαλύψει για το παρελθόν του Κιπ· στο άλμα του Κιπ και στο σώμα του στο τσιμέντο, έτσι όπως το κοίταζα από ψηλά. Είχα διαπιστώσει ότι ζήλευα την αμνησία του Κιπ. Έμαθα λοιπόν στον εαυτό μου να μη θυμάται. Γαντζωνόμουν από το παρόν, στο άλογο που καβαλούσα, στη στιβαρότητα και στη θέρμη του. Στις στιγμές που σκύβαμε με τον Πάιπερ πάνω από έναν χάρτη φτιαγμένο στη σκόνη, για να υπολογίσουμε τον επόμενο προορισμό μας. Στα ακατανόητα μηνύματα που άφη ναν στη στάχτη οι σαύρες καθώς έσερναν τις κοιλιές τους στην κατεστραμμένη γη. Όταν ήμουν δεκατριών και μόλις με είχαν σημαδέψει, πα ρατηρούσα στον καθρέφτη την πληγή που έκλεινε σταδιακά και
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=