Ο λαβύρινθος των οστών

[ 20 ] εριστικό πέταγμα του σαγονιού του ή το άνοιγμα των ώμων του, που καταλάμβαναν ατρόμητοι τον χώρο. Λες και το σώμα του μιλούσε μια γλώσσα που το δικό μου δε θα μάθαινε ποτέ. «Τι να σταματήσω;» ρώτησα αποφεύγοντας να τον κοιτάξω. «Ξέρεις τι εννοώ. Δεν τρως. Κοιμάσαι ή μιλάς ελάχιστα». «Κι όμως καταφέρνω να ακολουθώ εσένα και τη Ζόι, έτσι δεν είναι;» «Δεν είπα το αντίθετο. Απλώς δεν είσαι πια ο εαυτός σου». «Και από πότε έγινες ειδικός σ’ αυτό το θέμα; Καλά καλά δε με ξέρεις». Η φωνή μου ακούστηκε δυνατά στην απόλυτη ησυ­ χία του πρωινού. Ήξερα ότι ήταν άδικο να τον αποπαίρνω. Αυτά που έλεγε ήταν αλήθεια. Έτρωγα λίγο, ακόμα και τώρα που είχαμε φύγει από τον νεκρότοπο και το κυνήγι ήταν καλό. Έτρωγα όσο έπρε­ πε για να μην αρρωστήσω, για να προχωράω γρήγορα. Τις μέρες που είχε παγωνιά, όταν ερχόταν η σειρά μου να κοιμηθώ, πε­ τούσα την κουβέρτα από τους ώμους μου και εξέθετα τον εαυ­ τό μου στο κρύο. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τίποτε απ’ όλα αυτά στον Πάιπερ ή στη Ζόι. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε να μιλήσω για τον Κιπ. Το όνομά του, αυτή η μία συλλαβή, κολλούσε στον λαιμό μου σαν ψαροκόκαλο. Επιπλέον, το παρελθόν του με έκανε να σταματάω μια ανά­ σα πριν ανοίξω το στόμα μου. Δεν μπορούσα ν’ αναφερθώ σ’ αυτό. Μετά το σιλό, όπου η Έμπιστη μου είχε πει πώς ήταν ο Κιπ πριν τη δεξαμενή, κουβαλούσα παντού μαζί μου αυτές τις πληροφορίες. Ήμουν καλή στο να κρατάω μυστικά. Είχα κρύψει τα οράματα από την οικογένειά μου για δεκατρία χρόνια, πριν με αποκαλύψει ο Ζακ. Είχα κρύψει τα οράματά μου για το νησί από την Έμπιστη στη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων της αιχ­ μαλωσίας μου στα Κρατητήρια. Στο νησί είχα κρύψει για εβδο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=