Λατινικά Γ ' Λυκείου - Ομάδα προσανατολισμού ανθρωπιστικών σπουδών

Η τελευταία μάχη του Καίσαρα στη Γαλατία M A Θ H M A 1 6 ΛΑΤΙΝΙKΑ Γ´ ΛΥΚΕΙΟΥ [37] Caesarem: αιτ. ενικ. του ουσ. γ´ κλ. Caesar, Caesaris (αρσ.): Καίσαρας referuntur: γ´ πληθ. οριστ. παθητ. ενεστ. του ρ. refero, ret(t)uli, relātum, referre 3: παραδίδω magnus: ονομ. ενικ. αρσ. του επιθ. β´ κλ. magnus -a -um: μεγάλος -η -ο numerus: ονομ. ενικ. του ουσ. β´ κλ. numerus -i (αρσ.): αριθμός hostium: γεν. πληθ. του ουσ. γ´ κλ. hostis, hostis (αρσ.): εχθρός capitur: γ´ ενικ. οριστ. παθητ. ενεστ. του ρ. capio, cepi, captum, capĕre 3: πιάνω atque: συμπλ. σύνδ.: και interficitur: γ´ ενικ. οριστ. παθητ. ενεστ. του ρ. interficio, interfēci, interfectum, interficĕre 3: σκο- τώνω reliqui: ονομ. πληθ. αρσ. του επιθ. reliquus -a -um: υπόλοιπος -η -ο ex : πρόθ. + αφαιρ.: (μετά) από fugā: αφαιρ. ενικ. του ουσ. α´ κλ. fuga -ae (θηλ.): φυγή civitātes: αιτ. πληθ. του ουσ. γ´ κλ. civitas, civitātis (θηλ. ): πολιτεία discēdunt: γ´ πληθ. οριστ. ενεργ. ενεστ. του ρ. discedo, discessi, discessum, discedĕre 3: αποχωρώ, διασκορπίζομαι Postero: αφαιρ. ενικ. αρσ. του επιθ. β´ κλ. posterus -a -um: επόμενος -η -ο die: αφαιρ. ενικ. του ουσ. ε´ κλ. dies, diei (αρσ.): ημέρα Caesarem: αιτ. ενικ. του ουσ. γ´ κλ. Caesar, Caesaris (αρσ.): Καίσαρας legāti: ονομ. πληθ. του ουσ. γ´ κλ. legatus -i (αρσ.): απεσταλμένος mittuntur: γ´ πληθ. οριστ. παθητ. ενεστ. του ρ. mitto, misi, missum, mittĕre 3: στέλνω Caesar: ονομ. ενικ. του ουσ. γ´ κλ. Caesar, Caesaris (αρσ.): Καίσαρας iubet: γ´ ενικ. οριστ. ενεργ. ενεστ. του ρ. iubeo, iussi, iussum, iubēre 2: διατάζω arma: αιτ. πληθ. του ουσ. β´ κλ. arma -ōrum (ουδ., χωρίς ενικό): όπλα tradi: απαρ. παθητ. ενεστ. του ρ. trado, tradidi, traditum, tradĕre 3: παραδίδω principes: αιτ. πληθ. του ουσ. γ´ κλ. princeps, principis (αρσ.): ηγεμόνας prodūci: απαρ. παθητ. ενεστ. του ρ. produco, produxi, productum, producĕre 3: οδηγώ (μπροστά) Ipse: ονομ. ενικ. αρσ. της οριστ. αντων. ipse, ipsa, ipsum: ο ίδιος -α -ο pro: πρόθ. + αφαιρ.: μπροστά castris: αφαιρ. πληθ. του ουσ. castra -ōrum (ουδ. ): στρατόπεδο (castrum -i: φρούριο) consēdit: γ´ ενικ. οριστ. ενεργ. παρακ. του ρ. consido, consēdi, consessum, considĕre 3: παίρνωθέση eo: τοπικό επίρρ.: (προς τα) εκεί duces: ονομ. πληθ. του ουσ. γ´ κλ. dux, ducis (αρσ.): αρχηγός, στρατηγός producuntur: γ´ πληθ. οριστ. παθητ. ενεστ. του ρ. produco, produxi, productum, producĕre 3: οδη- γώ μπροστά Vercingetorix: ονομ. ενικ. του ουσ. γ´ κλ. Vercingetorix, Vercingetorigis (αρσ.): Βερκιγγετόριγας deditur: γ´ ενικ. οριστ. παθητ. ενεστ. του ρ. dedo, dedidi, deditum, dedĕre 3: παραδίδω arma: ονομ. πληθ. του ουσ. β´ κλ. arma -orum (ουδ., χωρίς ενικό): όπλα proiciuntur: γ´ πληθ. οριστ. παθητ. ενεστ. του ρ. proicio, proiēci, proiectum, proicĕre 3: καταθέτω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=