Λατινικά Β' Λυκείου (Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών)

[56] ΛΑΤΙΝΙKΑ B´ ΛΥΚΕΙΟΥ Graeci : πβ. Γραικός oppugnant < ob + pugno (= μάχομαι): πβ. πυγμή, πὺξ dolo : πβ. δόλος natus : πβ. natūra (= φύση), νατουραλισμός sociis : πβ. σοσιαλισμός, αγγλ.: society (= κοινωνία) navigat : πβ. ναῦς, ναύτης venti : πβ. βεντάλια pontum : πβ. Πόντος, πόντος (= θαλάσσιο πέρασμα) turbant : πβ. τούρμπο, τουρμπίνα, τύρβη (= ταραχή) portant : πόρτο (= λιμάνι) regīna : πβ. ρήγας novam : πβ. νέος, αγγλ.: new fundat : πβ. φούντο, φουντάρω, αγγλ.: foundation (= ίδρυμα) insidias ( insideo): ελλην. ρίζα σεδ- πβ. ἕδρα, ἕζομαι (= κάθομαι) renarrat < re + narro (= αφηγούμαι): πβ. στην αγγλική: narrator (= αφηγη- τής), narration, narrative amat : πβ: αμόρε exspīrat < ex + spīro (= πνέω): spīritus (= αναπνοή, πνεύμα, ψυχή), πβ: αγγλ. spirit (= πνεύμα), σπιριτόζο (= ερμηνεία που χαρακτηρίζεται από ζωηρότητα) Γραμματ ική αναγνώριση Aenēas: ονομ. ενικ. του ουσ. α´ κλ. Aeneas -ae (αρσ.): Αινείας filius: ονομ. ενικ. του ουσ. β´ κλ. filius -ii (-i) (αρσ.): γιος Anchīsae: γεν. ενικ. του ουσ. α´ κλ. Anchises -ae (αρσ.): Αγχίσης est: γ´ ενικ. οριστ. ενεστ. του ρ. sum, fui, –, esse: είμαι Patria: ονομ. ενικ. του ουσ. α´ κλ. patria -ae (θηλ.): πατρίδα Aenēae: γεν. ενικ. του ουσ. α´ κλ. Aeneas -ae (αρσ.): Αινείας Troia: ονομ. ενικ. του ουσ. α´ κλ. Troia -ae (θηλ.): Τροία Graeci: ονομ. πληθ. του ουσ. β´ κλ. Graecus -i (αρσ.): Έλληνας Troiam: αιτ. ενικ. του ουσ. α´ κλ. Troia -ae (θηλ.): Τροία oppugnant: γ´ πληθ. οριστ. ενεργ. ενεστ. του ρ. oppugno, oppugnāvi, oppugnātum, oppugnāre 1: πολιορκώ et: συμπλ. σύνδ.: και M A Θ H M A 2 Διδώ και Αινείας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=