Λάιλα
M A R I L Y N N E R O B I N S O N 12 το είχε περπατήσει τόσες φορές μες στο σκοτάδι, ώστε δρα- σκελούσε τις ρίζες και απέφευγε τις λακκούβες χωρίς να στα- ματάει ή να σκοντάφτει. Κατάφερνε να βαδίζει γοργά κι όταν δεν είχε διόλου φως. Και ήταν τόσο δυνατή, που μπορούσε να μεταφέρει σχεδόν αποκοιμισμένο ακόμα κι ένα δύσχρηστο φορτίο όπως ετούτο το μακρυκάνικο παιδί. Η Λάιλα ήξερε ότι ήταν αδύνατον τα πράγματα να είχαν γίνει όπως τα θυμόταν, λες και παρασυρόταν απ’ τον άνεμο, γιατί υπήρχαν μπράτσα γύρω της που τη βεβαίωναν πως ήταν ασφαλής κι ένας ψίθυρος στ’ αυτιά της που τη βεβαίωνε πως δεν θα έμενε μόνη. Ο ψί- θυρος έλεγε: «Πρέπει να βρω ένα μέρος να σ’ αποθέσω. Πρέ- πει να βρω ένα στεγνό μέρος». Κι ύστερα κάθισαν στο χώμα, πάνω στις πευκοβελόνες, η Ντολ με την πλάτη στηριγμένη σ’ ένα δέντρο και το παιδί κουλουριασμένο στην ποδιά της, χω- μένο στο στήθος της, ν’ ακούει τον χτύπο της καρδιάς της, να τον νιώθει. Έπεφτε δυνατή βροχή. Χοντρές σταγόνες έσκαγαν πότε πότε πάνω τους. Η Ντολ είπε: «Έπρεπε να το καταλάβω ότι ερχότανε βροχή. Και τώρα σου ανεβαίνει πυρετός». Όμως το παιδί απλώς κούρνιαζε πάνω της, ελπίζοντας να μείνει εκεί όπου βρισκόταν, ελπίζοντας να μη σταματήσει η βροχή. Μπο- ρεί η Ντολ να ήταν η πιο μοναχική γυναίκα στον κόσμο κι εκείνο το πιο μοναχικό παιδί, όμως να που τώρα κάθονταν εκεί οι δυο τους, ζεσταίνοντας η μια την άλλη μέσα στη βροχή. Όταν σταμάτησε η βροχή, η Ντολ σηκώθηκε αδέξια με το παιδί στην αγκαλιά και το κουκούλωσε με το σάλι όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Είπε: «Ξέρω ένα μέρος». Το κεφάλι του παιδιού έπεσε πίσω και η Ντολ το ξανάφερε στη θέση του, φροντίζοντας να μην ξεσκεπαστεί. «Φτάσαμε σχεδόν». Ήταν μια άλλη καλύβα με λίγα σκαλιά και μια ξεχαρβαλωμέ- νη αυλόπορτα. Ένα γέρικο μαύρο σκυλί αναδεύτηκε, ανακάθι-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=