Λάδι σε καμβά

10 ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ευκαλύπτων. Ο πατέρας μου θα κολλούσε με σελοτέιπ μια καλλιγραφημένη επιγραφή «Επιστρέφουμε 25 Αυγούστου» στο κρύσταλλο της πόρτας του μαγαζιού και η μητέρα μου ετοίμαζε βαλίτσες λες και ήταν να ταξιδέψουν στο εξωτε- ρικό ‒ το άπιαστο όνειρό της. Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας μου το είχε πια αποδεχτεί πως δεν θα ασχοληθώ με το κατάστημα όπου πουλούσε ηλεκτρικά είδη, πλυντήρια, ψυγεία, ανεμιστήρες, κουζίνες και κάτι φτηνούς αμερικάνικους δίσκους, ευκαιρία, που του είχε υποδείξει κάποιος φίλος του, μουσικός της Κρα- τικής Ορχήστρας. Οι δίσκοι αυτοί ήταν το αντίστοιχο του paperback στα βιβλία: φτηνό σέλακ, σκληρό και εύθραυ- στο, θήκες από χαρτόνι, χωρίς εσωτερικό περίβλημα προ- στασίας, με κάποια ζωγραφιά στο μπρος μέρος και φωτο- γραφίες των άλλων δίσκων της σειράς στο πίσω∙ όσο για τους εκτελεστές οι περισσότεροι ήσαν άγνωστοι, οι ορχή- στρες συχνά ήταν γραμμένες με διαφορετικά ονόματα, ψευδώνυμα και τα δύο, στο εξώφυλλο και στη μικρή ετι- κέτα που θύμιζε τους παλιούς 78άρηδες. Ενώ οι γνωστές εταιρείες πουλούσαν τους δίσκους τους διακόσιες δραχμές (οι στερεοφωνικοί έκαναν διακόσιες είκοσι), οι Remington που πουλούσε ο πατέρας μου, μέσω κάποιας μυστήριας διαδικασίας για την εισαγωγή τους, έκαναν εκατό μόνο. Η εταιρεία είχε κλείσει από το ’57 και ένα μέρος του στοκ πουλήθηκε, σε εξευτελιστική τιμή, σε κάποιους. Ένας δί- σκος τού κόστιζε γύρω στις δέκα δραχμές∙ το υπόλοιπο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=