Κ. Π. Καβάφης: Τα ποιήματα

| 25 Ἡ Κηδεία τοῦ Σαρπηδόνος Βαρυὰν ὀδύνην ἔχει ὁ Ζεύς. Τὸν Σαρπηδόνα ἐσκότωσεν ὁ Πάτροκλος· καὶ τώρα ὁρμοῦν ὁ Μενοιτιάδης κ’ οἱ Ἀχαιοὶ τὸ σῶμα ν’ ἁρπάξουνε καὶ νὰ τὸ ἐξευτελίσουν. Ἀλλὰ ὁ Ζεὺς διόλου δὲν στέργει αὐτά. Τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ — ποὺ τὸ ἄφισε καὶ χάθηκεν· ὁ Νόμος ἦταν ἔτσι — τουλάχιστον θὰ τὸ τιμήσει πεθαμένο. Καὶ στέλνει, ἰδού, τὸν Φοῖβο κάτω στὴν πεδιάδα ἑρμηνευμένο πῶς τὸ σῶμα νὰ νοιασθεῖ. Τοῦ ἥρωος τὸν νεκρὸ μ’ εὐλάβεια καὶ μὲ λύπη σηκώνει ὁ Φοῖβος καὶ τὸν πάει στὸν ποταμό. Τὸν πλένει ἀπὸ τὲς σκόνες κι ἀπ’ τ’ αἵματα· κλείει τὴν πληγή του, μὴ ἀφίνοντας κανένα ἴχνος νὰ φανεῖ· τῆς ἀμβροσίας τ’ ἀρώματα χύνει ἐπάνω του· καὶ μὲ λαμπρὰ Ὀλύμπια φορέματα τὸν ντύνει. Τὸ δέρμα του ἀσπρίζει· καὶ μὲ μαργαριταρένιο χτένι κτενίζει τὰ κατάμαυρα μαλλιά. Τὰ ὡραῖα μέλη σχηματίζει καὶ πλαγιάζει. Τώρα σὰν νέος μοιάζει βασιλεὺς ἁρματηλάτης — στὰ εἴκοσι πέντε χρόνια του, στὰ εἴκοσι ἕξι — ἀναπαυόμενος μετὰ ποὺ ἐκέρδισε,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=