Κ. Π. Καβάφης: Τα ποιήματα

| 23 Τὰ Ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως Τὸν Πάτροκλο σὰν εἶδαν σκοτωμένο, που ἦταν τόσο ἀνδρεῖος, καὶ δυνατός, καὶ νέος, ἄρχισαν τ’ ἄλογα νὰ κλαῖνε τοῦ Ἀχιλλέως· ἡ φύσις των ἡ ἀθάνατη ἀγανακτοῦσε γιὰ τοῦ θανάτου αὐτὸ τὸ ἔργον ποὺ θωροῦσε. Τίναζαν τὰ κεφάλια των καὶ τὲς μακρυὲς χαῖτες κουνοῦσαν,         τὴν γῆ χτυποῦσαν μὲ τὰ πόδια, καὶ θρηνοῦσαν τὸν Πάτροκλο ποὺ ἐνοιώθανε ἄψυχο — ἀφανισμένο — μιὰ σάρκα τώρα ποταπὴ — τὸ πνεῦμα του χαμένο — ἀνυπεράσπιστο — χωρὶς πνοὴ — εἰς τὸ μεγάλο Τίποτε ἐπιστραμένο ἀπ’ τὴν ζωή. Τα δάκρυα εἶδε ὁ Ζεὺς τῶν ἀθανάτων ἀλόγων καὶ λυπήθη. «Στοῦ Πηλέως τὸν γάμο» εἶπε «δὲν ἔπρεπ’ ἔτσι ἄσκεπτα νὰ κάμω· καλλίτερα νὰ μὴν σᾶς δίναμε, ἄλογά μου δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ’ ἐκεῖ χάμου στὴν ἄθλια ἀνθρωπότητα ποὺ εἶναι τὸ παίγνιον τῆς μοίρας. Σεῖς ποὺ οὐδὲ ὁ θάνατος φυλάγει, οὐδὲ τὸ γῆρας πρόσκαιρες συμφορές σᾶς τυραννοῦν. Στὰ βάσανά των σᾶς ἔμπλεξαν οἱ ἄνθρωποι.»— Ὅμως τὰ δάκρυά των γιὰ τοῦ θανάτου τὴν παντοτινὴ τὴν συμφορὰν ἐχύνανε τὰ δυὸ τὰ ζῶα τὰ εὐγενῆ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=