Κ. Π. Καβάφης: Τα ποιήματα

22 | Ἕνας Γέρος Στοῦ καφενείου τοῦ βοεροῦ τὸ μέσα μέρος σκυμένος στὸ τραπέζι κάθετ’ ἕνας γέρος· μὲ μιὰν ἐφημερίδα ἐμπρός του, χωρὶς συντροφιά. Καὶ μὲς στῶν ἄθλιων γηρατειῶν τὴν καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τὰ χρόνια ποὺ εἶχε καὶ δύναμι, καὶ λόγο, κ’ ἐμορφιά. Ξέρει ποὺ γέρασε πολύ· τὸ νοιώθει, τὸ κυττάζει. Κ’ ἐν τούτοις ὁ καιρὸς ποὺ ἦταν νέος μοιάζει σὰν χθές. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό. Καὶ συλλογιέται ἡ Φρόνησις πῶς τὸν ἐγέλα· καὶ πῶς τὴν ἐμπιστεύονταν πάντα — τί τρέλλα! — τὴν ψεύτρα ποὺ ἔλεγε· «Αὔριο. Ἔχεις πολὺν καιρό.» Θυμᾶται ὁρμὲς ποὺ βάσταγε· καὶ πόση χαρὰ θυσίαζε. Τὴν ἄμυαλή του γνῶσι κάθ’ εὐκαιρία χαμένη τώρα τὴν ἐμπαίζει. ....Μὰ ἀπ’ τὸ πολὺ νὰ σκέπτεται καὶ νὰ θυμᾶται ὁ γέρος ἐζαλίσθηκε. Κι ἀποκοιμᾶται στοῦ καφενείου ἀκουμπισμένος τὸ τραπέζι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=