Κι αν εγώ χαθώ

A D A M H A S L E T T 14 του δρόμου, είδα τον αστακοψαρά –κάνα δυο χρόνια νεότερό μου– να προβάλλει στην αυλή του με το πολυέστερ μπουφάν και το τζόκεϊ του. Προχώρησα βιαστικά προς το μέρος του, τρέχοντας σχεδόν, με τη σκέψη πως, αν δεν τον πρόφταινα εγκαίρως, θα γινόταν καπνός. Μα αντ’ αυτού εκείνος κοντο- στάθηκε λίγα μέτρα απ’ τη ράμπα του και με κοίταζε να ζυ- γώνω το ημιφορτηγό του. Όταν το ’φτασα, άπλωσα το χέρι και στηρίχτηκα στο πορτάκι της καρότσας. Το διάστημα που ’χαμε περάσει εδώ πέρα, ούτε ο Μάικλ ούτε εγώ είχαμε ανταλλάξει λέξη μαζί του. Μείναμε ακίνητοι προς στιγμήν, να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον. Τα χέρια του κρέμονταν, το γενειοφόρο του πρόσωπο ήταν αλλόκοτα ασάλευτο. «Θέλετε κάτι;» ρώτησε αργόσυρτα, με τόνο επιφυλακτικό, που έκανε την ερώτηση ένα είδος απειλής. Έδειξα μ’ ένα νεύμα την καλύβα. «Μένω απέναντι». «Ναι» είπε. «Σας έχω δει και τους δύο». Έλα πιο κοντά, ήθελα να πω. Ένιωθα την ανάγκη να σταθεί τόσο κοντά μου, ώστε να μπορώ να τον χτυπήσω. Ή να σωρια- στώ στην αγκαλιά του. «Συνέβη κάτι» είπα, πρώτη φορά μεγαλόφωνα. «Ο αδελφός μου». Πιο κοντά. Έλα πιο κοντά, σε παρακαλώ. Μα δεν ήρθε, έμεινε στη θέση του να με λοξοκοιτάζει, αβέβαιος για τις προθέσεις και των δυο μας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=