Κι αν εγώ χαθώ

Κ Ι Α Ν Ε Γ Ώ Χ Α Θ Ώ 13 σαμε ο Μάικλ κι εγώ στο Μέιν και θ’ αναρωτιόταν πόσο έπρε- πε να περιμένει μέχρι το επόμενό της τηλεφώνημα. Στη διασταύρωση με τον κεντρικό δρόμο που έβγαζε στο χωριό, βρέθηκα στην παλιά εκκλησία των Βαπτιστών. Τα ψη- λά ορθογώνια βιτρό κατά μήκος του κεντρικού κλίτους έλα- μπαν κόκκινα και πορτοκαλί, σαν από κάποιο φως στο εσω- τερικό του ναού. Η λευκή ξυλεπένδυση του καμπαναριού στο φόντο του ολόλαμπρου ουρανού ήταν σχεδόν οδυνηρή στο μάτι. Αναρωτήθηκα κατά πόσον ο αστακοψαράς και η γυναί- κα του ανήκαν στο ποίμνιο του ναού. Ή κατά πόσον ερχόταν εδώ παιδάκι με τον πατέρα του, ή με τον παππού του, ή αν πήγαινε ποτέ στην εκκλησία εν γένει. Ο ήχος που έκανε το τσεκούρι του καθώς έκοβε τα καυσό- ξυλα είχε εκνευρίσει τον Μάικλ – αυτός ο αργός ρυθμός του ξύλου που σκίζεται στα δύο. Τον είχε σηκώσει απ’ τον καναπέ και τον είχε φέρει στο παράθυρο της τραπεζαρίας, όπου, πα- ρατηρώντας, βάλθηκε να μουρμουρίζει βρισιές. Γιατί να μην είχε και πάλι το ίδιο αποτέλεσμα αυτός ο ήχος; συλλογίστηκα στο ξυπνητό όνειρο εκείνης της στιγμής, στην εξωπραγματική κατάσταση του να ’μαι ακόμη ο μόνος που γνώριζε τι είχε συμβεί. Γιατί να μην τραβούσε και πάλι τον Μάικλ; Να τον τσίγκλιζε, να του τρυπούσε τα αυτιά. Γιατί όχι; Τι άνθρωπος θα ’μουν αν δεν προσπαθούσα, έστω, να τον επαναφέρω; Έκανα μεταβολή κι άρχισα να προχωρώ με βήμα ταχύ προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχα έρθει, στον δρόμο που κατη- φόριζε ως την ακτογραμμή, κι έπειτα στην ανηφόρα του υψώ- ματος, σπρωγμένος απ’ τη δυνατότητα να ξεκινήσω τη μέρα απ’ την αρχή. Ιδέα μου είναι, μονολόγησα, καθώς, στρίβοντας στη γωνία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=