Κι αν εγώ χαθώ

A D A M H A S L E T T 12 Έπρεπε να πάρω τηλέφωνο την αδελφή μου. Έπρεπε να της πω τι είχε συμβεί. Είχαν ήδη περάσει ώρες, κι ακόμα δεν είχα μιλήσει με κανέναν. Άρχισα να προχωρώ προς το χωριό, προσπερνώντας τις θερινές εξοχικές κατοικίες, έρημες τέτοια εποχή, και τα σπί- τια των ηλικιωμένων συνταξιούχων, με τις τζαμαρίες γύρω απ’ τις βεράντες και τα φώτα αναμμένα ολημερίς πίσω απ’ τις εμπριμέ κουρτίνες. Με τον παγετό, η ίδια διαδρομή ήταν βυθισμένη στη σιωπή. Μα τώρα άκουγα το ρέμα να κελαρύζει διασχίζοντας το δάσος κι έπειτα, κάτω απ’ τον δρόμο, να χύνεται στη βραχώδη ακτή. Άκουγα τα κρωξίματα των γλάρων, άκουγα ως και τη ροή του νερού στη βάση των χιονισμένων υψωμάτων, τα ρυάκια να ξεπλένουν λουρίδες ξεραμένο αλά- τι στο πλακόστρωτο. Ήθελα ν’ ακούσω τη φωνή του Σεθ. Ήθελα να τον ακούσω να περιγράφει τη μέρα του, ή απλώς και μόνο τι είχε φάει για πρωινό, και να μου πει τι σχεδίαζε για τους δυο μας όταν επέστρεφα. Κι έπειτα θα του έλεγα πως αποδώ και πέρα όλα θα πήγαιναν καλά, πως θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί χωρίς διαλείμματα. Αλλά δεν είχα ως τώρα βρει το θάρρος να τηλε- φωνήσω ούτε στον Σεθ. Με το που θα μιλούσα, θα γινόταν αλήθεια. Συνέχισα να προχωρώ, με ανοιχτό το μπουφάν, χωρίς σκου- φί και γάντια, με τον ήλιο σχεδόν να με ζεσταίνει. Τέτοια ώρα η αδελφή μου θα ’χε βγει στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο καθ’ οδόν προς το γραφείο της με το τραμ, αν δεν είχε κιόλας φτάσει. Η μητέρα μου θα ’χε βγει για διάφορες εξωτερικές δουλειές, ή θα συναντιόταν με κάποια φίλη για να φάνε για μεσημέρι, ή μπορεί απλώς να ’χε βγει ν’ απολαύσει την καλο- καιρία, ενώ συγχρόνως θα την έτρωγε η σκέψη πώς περνού-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=