Η κυρία Νταλογούεϊ

[ 13 ] άστραφτε και θα λαµποκοπούσε · θα έδινε τη δεξίωσή της. Πόσο περίεργη η σιγαλιά µόλις µπήκε στο Σεντ Τζέιµς Παρκ · η αχλή · το βουητό · οι χαρούµενες πάπιες που κολυµπούσαν νωχελικά · τα φουσκωτά πουλιά µε το λικνιστό βάδισµα · και ποιος άλλος θα µπορούσε να έρχεται –τα υπουργεία διαγρά- φονταν πίσω του, τι κατάλληλο φόντο–, κουβαλώντας ένα χαρτοφύλακα µε το βασιλικό οικόσηµο, ποιος άλλος απ’ τον Χιου Γουίτµπρεντ · τον παλιό της φίλο τον Χιου – τον αξιο- θαύµαστο Χιου! «Καλή σου µέρα, Κλαρίσα!» είπε ο Χιου µε κάπως υπερβο- λικό τρόπο, γιατί γνωρίζονταν απόπαιδιά. «Γιαπού το ’βαλες;» «Λατρεύω να περπατάω στο Λονδίνο» είπε η κυρία Ντα- λογουέι. «Πραγµατικά, είναι καλύτερα απ’την εξοχή». Μόλις είχαν φτάσει –δυστυχώς– για να επισκεφτούν για- τρούς. Κάποιοι έρχονταν για να δουν κινηµατογράφο · άλλοι για να πάνε στην όπερα · άλλοι για να βγάλουν έξω τις κόρες τους · οι Γουίτµπρεντ έρχονταν «για να δουν γιατρούς». Αµέ- τρητεςφορές είχε επισκεφτεί ηΚλαρίσα την Ίβλιν Γουίτµπρεντ στην κλινική. Είναι πάλι άρρωστη η Ίβλιν; Η Ίβλιν είναι αδιά- θετη, είπε ο Χιου, κάνοντας νύξη µε κάποιο σούφρωµα των χειλιώνήµ’έναφούσκωµατουκαλάκαλυµµένου, αρρενωπού, εξαιρετικά όµορφου, τέλεια στολισµένου κορµιού του (πά- ντοτε ήταν υπερβολικάκαλοντυµένος, αλλάπροφανώς έπρε- πε να είναι, λόγω της θεσούλας του στα Ανάκτορα) ότι η γυ- ναίκα του είχε κάποια εσωτερική ενόχληση, τίποτε σηµαντικό,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=