Η κυρία Νταλογούεϊ

[ 9 ] Η κυρίαΝταλογουέι είπε πως θα τα αγοράσει η ίδια τα λου- λούδια. Γιατί η Λούσι είχε δουλειές να κάνει. Οι πόρτες έπρεπε να βγουν απ’ τους µεντεσέδες · οι άντρες του Ραµπλµάγιερ θα έφταναν απόστιγµήσε στιγµή. Κι έπειτα, σκέφτηκε ηΚλαρίσα Νταλογουέι, τι όµορφο πρωινό – δροσερό, σαν δώρο προο- ρισµένο για τα παιδιά στην ακρογιαλιά. Τι τρέλα! Τι βύθισµα! Γιατί έτσι της φαινόταν πάντα όταν, µ’ένα ελαφρό τρίξιµο των µεντεσέδων, που το άκουγε ακόµα και τώρα, άνοιγε διάπλατα την µπαλκονόπορτα και βουτούσε στον αέρα της εξοχής στο Μπόρτον. Πόσο φρέσκος και γα- λήνιος, πόσο πιο ασάλευτος απ’ αυτόν εδώ, φυσικά, ήταν ο αέρας νωρίς το πρωί · σαν παφλασµός στο κύµα · σαν φιλί από κύµα · ψυχρός και κοφτερός, αλλά και βαρύς, για το δεκαο- χτάχρονο τότε κορίτσι, που ένιωθε, καθώς στεκόταν εκεί, στην ανοιχτή µπαλκονόπορτα, πως κάτι φοβερό θα συµβεί · κοι- τούσε τα λουλούδια, τα δέντρα µε τα δαχτυλίδια της αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που µια ανέβαιναν ψηλά µια χαµήλωναν · στεκόταν και κοιτούσε, ώσπου είπε ο Πίτερ Γουόλς: «Στοχάζεσαι ανάµεσα στα λαχα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=