Η κυρία Νταλογούεϊ

[ 25 ] ίριδες και τα τριαντάφυλλα και τις χαµηλοβλεπούσες πασχα- λιές, µε τα µάτια της µισόκλειστα, και εισέπνεε βαθιά, µετά τη φασαρία του δρόµου, την απολαυστικήµυρωδιά, την εξαίσια δροσιά. Και µετά, καθώς άνοιξε τα µάτια της, πόσο φρέσκα φαίνονταν τα τριαντάφυλλα, σαν δαντελωτά ασπρόρουχα φρεσκοπλυµένα και βαλµένασεψάθινα καλάθια · πόσοσκού- ρα και σεµνά τα κόκκινα γαρίφαλα που κρατούσαν τα κεφά- λια τουςψηλά · κι όλα ταµοσχοµπίζελααπλωµέναστις γυάλες τους, βιολετιά, πάλλευκα, υπόλευκα – σαν να είχε φτάσει το βράδυ και να είχαν βγει οι κοπέλες µε τις µουσελίνες να µα- ζέψουν µοσχοµπίζελα και τριαντάφυλλα, αφού η υπέροχη καλοκαιρινή µέρα, µε τον σκούρο µπλε ουρανό της, τα τρια- ντάφυλλά της, τα κρίνα της, είχε φτάσει στο τέλος της · ήταν µεταξύ έξι και επτά, ώρα που κάθε λουλούδι –τα τριαντάφυλ- λα, τα γαρίφαλα, οι ίριδες, οι πασχαλιές– φεγγοβολά · λευκό, βιολετί, κόκκινο, βαθύπορτοκαλί · όλα ταλουλούδιαµοιάζουν να καίγονται µόνα, απαλά, αγνά στα θαµποφωτισµένα παρ- τέρια · και πώς αγαπούσε τα αχνόγκριζα πεταλουδάκια που στριφογύριζαν και µπαινόβγαιναν, πάνωαπ’την κερασόπιτα, πάνω απ’τις πριµούλες το βράδυ! Και καθώς άρχισε να πηγαίνει µαζί µε τη δεσποινίδα Πιµ από βάζο σε βάζο για να διαλέξει, ανοησίες, ανοησίες, είπε στον εαυτό της, όλο και πιο ήπια, λες και αυτή η οµορφιά, αυτό το άρωµα, αυτό το χρώµα κι η δεσποινίς Πιµ που τη συµπαθούσε, την εµπιστευόταν, ήταν ένα κύµα που η ίδια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=