Η κυρία Νταλογούεϊ

[ 24 ] σους, της ψυχής · που δεν ήταν ποτέ αρκετά ικανοποιηµένη ή αρκετά σίγουρη, επειδή ανά πάσα στιγµή θ’αναδευόταν το κτήνος, αυτή η έχθρα που, ιδίως µετά την αρρώστια της, είχε τη δύναµη να την κάνει να νιώθει ένα γδάρσιµο, µια πληγή στη ραχοκοκαλιά · της προξενούσε σωµατικό πόνο κι έκανε όλη τη χαρά της οµορφιάς, της φιλίας, της ευηµερίας, της αγάπης που την περιέβαλλε, της φροντίδας να είναι το σπίτι της ένας βράχος ευχάριστος, να τρέµει και να κλονίζεται, σαν να υπήρχε πράγµατι ένα κτήνος που σκάλιζε τις ρίζες, σαν να µην ήταν ολόκληρη η πανοπλία της ικανοποίησης τίποτε άλ- λο από φιλαυτία! αυτή η έχθρα! Ανοησίες, ανοησίες! φώναξε στον εαυτό της, διασχίζοντας το κατώφλι του ανθοπωλείου Μάλµπερις. Προχώρησε, ελαφριά, ψηλή, ευθυτενής, κι αµέσως την υποδέχτηκε η φεγγαροπρόσωπη δεσποινίς Πιµ, που είχε χέ- ρια πάντα κατακόκκινα, σαν να τα κρατούσε στο κρύο νερό µαζί µε τα λουλούδια. Να τα λουλούδια: κρίνοι, µοσχοµπίζελα, µάτσαπασχαλιές · και γαρίφαλα, άπειρα γαρίφαλα. Υπήρχαν τριαντάφυλλα · υπήρχαν ίριδες. Ω, ναι – µε µιαβαθιάανάσα ταρουθούνια της πληµµύρισαν µε τις γλυκές µυρωδιές του κήπου, καθώς στε- κόταν και µιλούσε µε τη δεσποινίδα Πιµ, που όφειλε να τη βοηθήσει και τη θεωρούσε ευγενική, γιατί ευγενική ήταν εδώ και χρόνια · πολύ ευγενική, αλλά έδειχνε γερασµένη φέτος, καθώς έστριβε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά ανάµεσα στις

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=