Η κυρία Νταλογούεϊ

[ 23 ] τους ανθρώπους άσπλαχνους (το ίδιο κι οι αγώνες) · αµβλύνει τασυναισθήµατά τους, γιατί ηκυρίαΚίλµανθα έκανε ταπάντα για τους Ρώσους, θα πέθαινε απ’την πείνα για τους Αυστρια- κούς, αλλά στον εαυτό της επέβαλλε βάσανα κι αυτό το θεω- ρούσε καλό, τόσο αναίσθητη ήταν, πάντα ντυµένη µ’αυτό το πράσινο αδιάβροχο. Χρόνος έµπαινε, χρόνος έβγαινε, εκείνη φορούσε το ίδιο αδιάβροχο · ίδρωνε · δεν υπήρχε περίπτωση να είναι στο δωµάτιο πέντε λεπτά και να µην σε κάνει να νιώ- σεις την ανωτερότητά της, τη δική σου κατωτερότητα · πόσο φτωχή ήταν · πόσο πλούσιος ήσουν εσύ · πως ζούσε σε µια τρώγλη χωρίς µαξιλάρι ή κρεβάτι ή χαλάκι ή οτιδήποτε άλλο, ότι ηψυχή της σκούριαζε από εκείνη την αδικία που είχε καρ- φωθεί µέσα της, την απόλυσή της απ’τοσχολείοστηδιάρκεια του Πολέµου – φτωχό, πικραµένο, δυστυχισµένο πλάσµα! Γιατί δεν σιχαινόσουν την ίδια, αλλά την ιδέα της, πουαναµφί- βολα είχε συγκεντρώσει στοιχεία που δεν ανήκαν στην ίδια τη δεσποινίδα Κίλµαν · είχε γίνει ένα από κείνα τα φαντάσµα- τα που παλεύεις τη νύχτα · ένα από κείνα τα φαντάσµατα που µας καβαλικεύουν, κυρίαρχοι και τύραννοι, και µας πίνουν το αίµα · γιατί, δίχως αµφιβολία, αν ριχνόταν πάλι το ζάρι, αν δέ- σποζε το µαύρο κι όχι το άσπρο, θα την αγαπούσε τη δεσποι- νίδα Κίλµαν! Αλλά όχι σ’αυτό τον κόσµο. Όχι. Την τριβέλιζε, όµως, που αναδευόταν µέσα της αυτό το κτηνώδες τέρας! που άκουγε κλαράκια να σπάνε κι ένιωθε οπλές να χώνονται στα βάθη εκείνου του πυκνόφυλλου δά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=