Η κυρία Νταλογούεϊ

[ 19 ] ήταν βέβαιη, των δέντρων της πόλης · του σπιτιού εκεί πέρα, εκείνου του άσχηµου σπιτιού που κατέρρεε · κοµµάτι των αν- θρώπων που δεν είχε συναντήσει ποτέ · απλωµένη σαν αχλή ανάµεσα στους ανθρώπους που γνώριζε καλύτερα, κι αυτοί τη σήκωναν στα κλαριά τους, όπως είχε δει τα δέντρα να ση- κώνουν την αχλή, µόνο που εκτεινόταν τόσο µακριά η ζωή της, η ίδια. Αλλά τι ονειρευόταν την ώρα που κοιτούσε τη βιτρίνα του Χάτσαρντς; Τι προσπαθούσε να επαναφέρει στη µνήµη της; Ποια εικόνα λευκής αυγής στην εξοχή, καθώς διά- βαζε στο ανοιχτό βιβλίο: Δε φοβάσαι ζέστη πια ούτε λύσσα χειµωνιάς * . Αυτή η τελευταία εποχή που βίωσε ο κόσµος είχε γεννήσει σ’ όλους τους, όλους τους άνδρες κι όλες τις γυναίκες, έναποτάµι δάκρυα. Δάκρυα και λύπες · κουράγιο και καρτερικότητα · συµπεριφορά απόλυτα έντιµη και στωική. Αν σκεφτόταν, για παράδειγµα, τη γυναίκα που θαύµαζε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο, τη λαίδηΜπέξµπερο, να κάνει τα εγκαί- νια της φιλανθρωπικής αγοράς. Υπήρχαν Οι εκδροµές και τα γλέντια του αξιότιµου Τζόροκ · * Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Κυμβελίνος , μτφρ. Β. Ρώτας-Β.Δαμιανάκου, εκδ. Επικαιρότητα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=