Ξέχασέ με

1 Ο θάνατος δεν μου πάει. Κάθεται πάνω μου σαν δανεικό παλτό· γλιστράει από τους ώμους μου και σέρνεται στο χώμα. Δεν μου κάνει. Είναι άβολος. Θέλω να τον πετάξω από πάνω μου, να τον ρίξω στην ντουλάπα και να ξαναπάρω τα καλοραμμένα ρούχα μου. Δεν ήθελα να αφήσω την παλιά μου ζωή, αλλά είμαι αισιόδοξη για την επόμενη – αισιόδοξη ότι μπορώ να γίνω όμορφη και ζω- ντανή. Προς το παρόν είμαι παγιδευμένη. Ανάμεσα σε ζωές. Σε λίμπο. Λένε ότι οι ξαφνικοί αποχαιρετισμοί είναι πιο εύκολοι: λιγότερο οδυνηροί. Κάνουν λάθος. Ο πόνος από τους παρα- τεταμένους αποχαιρετισμούς σε μια μακροχρόνια ασθένεια αντισταθμίζεται από τη φρίκη μιας ζωής που κλάπηκε χωρίς προειδοποίηση. Μια ζωή που αφαιρέθηκε βίαια. Τη μέρα του θανάτου μου περπατούσα στο τεντωμένο σχοινί ανάμεσα σε δύο κόσμους, το δίχτυ ασφαλείας κουρελιασμένο από κάτω μου. Από δω ασφάλεια. Από εκεί κίνδυνος. Έκανα το βήμα. Πέθανα. Κάποτε αστειευόμασταν με τον θάνατο – όταν ήμασταν τόσο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=