Ξέχασέ με

Ξ Ε Χ Α Σ Ε Μ Ε 25 Ο αστυφύλακας Πίκετ ξερόβηξε. «Η περιγραφή ταίριαζε με τον κύριο Τζόνσον. Φτάσαμε μέσα σε λίγα λεπτά. Το αυτοκίνη­ τό του βρέθηκε στο πάρκινγκ του Μπίτσι Χεντ και στην άκρη του γκρεμού βρήκαμε...» Σταμάτησε δείχνοντας ένα διάφανο σακουλάκι στο μέσον του τραπεζιού της κουζίνας, όπου έβλεπα το κινητό του μπαμπά και το καφέ δερμάτινο πορτοφόλι του. Ξαφνικά θυμήθηκα το αστείο που πάντα έλεγε ο θείος Μπίλι, για τους σκόρους στις τσέπες του μπουφάν του μπαμπά, και για μια στιγμή μού φάνηκε ότι θα έσκαγα στα γέλια. Αλλά αντ’ αυτού ξέσπασα σε κλάματα, και τρεις μέρες δεν σταμάτησα να κλαίω. Το δεξί μου χέρι, που πιεζόταν κάτω από την Έλλα, έχει μου­ διάσει. Το τραβάω και κουνάω τα δάχτυλά μου, νιώθοντας το μούδιασμα καθώς το αίμα επιστρέφει στα άκρα. Ξαφνικά έχω μια ανησυχία, ελευθερώνομαι από το κοιμισμένο κορμάκι της Έλλας, έχοντας αποκτήσει με τη μητρότητα την ευελιξία πεζο­ ναύτη, και της φτιάχνω ένα φρούριο στον καναπέ με μαξιλάρια. Σηκώνομαι, τεντώνομαι να ξεπιαστώ από το πολύ καθισιό. Ο πατέρας μου ποτέ δεν υπέφερε από κατάθλιψη ή άγχος. «Δηλαδή θα σας το έλεγε αν είχε;» είπε η Λώρα. Καθόμασταν στην κουζίνα – η Λώρα, η μαμά κι εγώ. Οι αστυνομικοί, οι γεί­ τονες, όλοι είχαν φύγει, μας άφησαν μουδιασμένες στην κουζίνα με ένα μπουκάλι κρασί, η γεύση του ξινή στο στόμα μας. Η Λώρα είχε ένα δίκιο, ακόμα κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ο μπαμπάς ανήκε σε μια γενιά αντρών που πίστευαν ότι το να μιλάς για «συναισθήματα» σήμαινε ότι ήσουν «κουνιστός». Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, η αυτοκτονία του ήταν αναπά­ ντεχη και μας βύθισε όλους στη θλίψη. Ο Μαρκ –και ο αντικαταστάτης του, όταν βρέθηκε– με εν­ θάρρυνε να δουλέψω τα συναισθήματα θυμού που είχα για τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=