Ξέχασέ με

C L A R E M A C K I N T O S H 24 σα να κάνω το ίδιο. Είχα παγώσει. Δεν ήθελα να ακούσω, όμως ένιωθα ότι έπρεπε. «Αστυνομικοί απάντησαν σε μια κλήση γύρω στις δέκα και μισή το πρωί». Ο αστυφύλακας Πίκετ κοίταζε τις σημειώσεις του. Υποψιαζόμουν ότι ήταν πιο εύκολο από το να κοιτάζει εμάς. «Μια γυναίκα ανέφερε ότι είδε έναν άντρα να γεμίζει ένα σα­ κίδιο με πέτρες και να αφήνει το πορτοφόλι και το κινητό του στο έδαφος, προτού πέσει από το χείλος του γκρεμού». «Και δεν προσπάθησε να τον σταματήσει;» Δεν ήθελα να φωνάξω. Ο θείος Μπίλι έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. Το απομάκρυνα. Στράφηκα στους άλλους. «Καθόταν και τον κοί­ ταζε την ώρα που πηδούσε;» «Έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Η γυναίκα που τηλεφώνησε ήταν πολύ ταραγμένη, όπως φαντάζεστε». Ο αστυφύλακας Πίκετ συνειδητοποίησε το λάθος του πολύ αργά για να δαγκώσει τη γλώσσα του. «Α, ώστε ήταν ταραγμένη; Και ο μπαμπάς πώς νόμιζε ότι ήταν δηλαδή;» Στριφογύρισα, ψάχνοντας να βρω στήριξη στα πρόσωπα γύρω μου, κι ύστερα στύλωσα το βλέμμα στους αστυ­ νομικούς. «Την ανακρίνατε;» «Άννα». Η Λώρα μίλησε χαμηλόφωνα. «Πώς ξέρετε ότι δεν τον έσπρωξε εκείνη;» «Άννα, αυτό δεν βοηθάει κανέναν». Ήμουν έτοιμη να απαντήσω, αλλά κοίταξα τη μητέρα μου, που γερμένη πάνω στη Λώρα βογκούσε σιγανά. Δεν είχα άλλο κουράγιο. Πονούσα, η μαμά όμως πονούσε περισσότερο. Διέσχι­ σα το δωμάτιο και γονάτισα δίπλα της, πιάνοντας το χέρι της και νιώθοντας δάκρυα να μουσκεύουν τα μάγουλά μου προτού καταλάβω για πότε κύλησαν από τα μάτια μου. Οι γονείς μου ήταν μαζί είκοσι έξι χρόνια. Ζούσαν μαζί –και δούλευαν μαζί– και παρά τα πάνω κάτω αγαπούσαν ο ένας τον άλλον.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=