Ξέχασέ με

Ξ Ε Χ Α Σ Ε Μ Ε 23 Αυτά που έλεγε η μαμά ήταν ακατανόητα. Μιλούσε αργά, σαν να έβγαζε τις λέξεις απ’ τον βυθό. Είχαν τσακωθεί το προη­ γούμενο βράδυ. Ο μπαμπάς είχε πάει θυμωμένος στην παμπ. Μέχρι στιγμής, όλα φυσιολογικά. Είχα από καιρό αποδεχτεί τη θυελλώδη σχέση των γονιών μου· η καταιγίδα περνούσε τόσο γρήγορα όσο ξεσπούσε. Μόνο που αυτή τη φορά ο μπαμπάς δεν είχε γυρίσει σπίτι. «Νόμιζα ότι μπορεί να κοιμήθηκε στου Μπιλ» είπε «αλλά είμαι στη δουλειά τώρα και ο Μπιλ δεν τον έχει δει. Έχω τρελαθεί, Άννα!» Έφυγα αμέσως από το συνέδριο. Όχι επειδή ανησυχούσα για τον μπαμπά, αλλά για τη μαμά. Φρόντιζαν να μην αφήνουν να καταλάβω τις αιτίες για τους τσακωμούς τους, αλλά είχα αντι­ ληφθεί τον απόηχό τους πολλές φορές. Ο μπαμπάς εξαφανιζόταν – πήγαινε στη δουλειά ή στο γήπεδο του γκολφ ή στην παμπ. Η μαμά κλεινόταν στο σπίτι και προσποιούνταν ότι δεν έκλαιγε. Όλα είχαν τελειώσει μέχρι να φτάσω. Αστυνομικοί στην κου­ ζίνα, με τα καπέλα στα χέρια τους. Η μαμά έτρεμε τόσο που είχαν καλέσει έναν διασώστη να της παράσχει βοήθεια για το σοκ. Ο θείος Μπίλι κάτασπρος απ’ τη θλίψη. Η Λώρα, η βαφτι­ στήρα της μαμάς, έφτιαξε τσάι και ξέχασε να βάλει γάλα. Κανείς μας δεν το πρόσεξε. Διάβασα το μήνυμα που είχε στείλει ο μπαμπάς. Δεν μπορώ άλλο. Ο κόσμος θα είναι ένα καλύτερο μέρος χωρίς εμένα. «Ο πατέρας σου πήρε ένα αυτοκίνητο από τη δουλειά». Ο αστυνομικός είχε περίπου την ηλικία του μπαμπά και αναρω­ τήθηκα αν είχε παιδιά. Αν τον θεωρούσαν δεδομένο. «Οι κάμε­ ρες τον δείχνουν να πηγαίνει προς το Μπίτσι Χεντ αργά χθες το βράδυ». Η μητέρα μου έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Είδα τη Λώρα να πλησιάζει για να την παρηγορήσει, αλλά δεν μπορού

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=