Ξέχασέ με

C L A R E M A C K I N T O S H 22 νουν τριάντα ψυχοθεραπευτές όταν έχουν διάλειμμα. Σε μια στιγμή θα βρει ξανά τους άλλους, και για μένα δεν θα υπάρχει, καθώς θα εργάζεται πάνω στην ενσυναίσθησή του για ένα επι­ νοημένο πρόβλημα. Ένα προσποιητό άγχος. Ένα φανταστικό πένθος. Θα ήθελε να ασχοληθεί με το δικό μου. Δεν τον αφήνω. Στα­ μάτησα να πηγαίνω σε ψυχοθεραπευτή όταν συνειδητοποίησα πως όσο και να μιλούσα οι γονείς μου δεν θα γύριζαν πίσω. Φτάνεις σε ένα σημείο όπου ο πόνος που νιώθεις μέσα σου είναι απλώς θλίψη. Και δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτό. Η θλίψη είναι περίπλοκη. Είναι παλινδρομική και τόσο πο­ λυεπίπεδη που η ανάλυσή της μου φέρνει πονοκέφαλο. Μπορεί να περάσουν μέρες χωρίς να κλάψω, και ξαφνικά μετά βίας να μπορώ να πάρω ανάσα από τους λυγμούς που τραντάζουν το κορμί μου. Τη μια στιγμή γελάω με τον θείο Μπίλι για κάτι χαζό που έκανε κάποτε ο μπαμπάς και την άλλη είμαι γεμάτη οργή για τον εγωισμό του. Αν ο μπαμπάς δεν είχε αυτοκτονήσει, ούτε η μαμά θα το είχε κάνει. Ο θυμός είναι το χειρότερο κομμάτι όλου αυτού. Αυτή η καυτή οργή και η ενοχή που αναπόφευκτα ακολουθεί. Γιατί το έκαναν; Έχω σκεφτεί τις μέρες πριν από τον θάνατο του μπαμπά μου ένα εκατομμύριο φορές· έχω αναρωτηθεί αν μπορούσαμε να έχουμε κάνει κάτι για να το εμποδίσουμε. Ο μπαμπάς σου αγνοείται. Είχα συνοφρυωθεί διαβάζοντας το μήνυμα, ψάχνοντας να βρω πού ήταν το αστείο. Ζούσα με τους γονείς μου, αλλά ένα βράδυ είχα μείνει για ένα συνέδριο στην Οξφόρδη και το επό­ μενο πρωί συζητούσα με έναν συνάδελφο από Λονδίνο πίνοντας καφέ. Ζήτησα συγγνώμη και της τηλεφώνησα. «Τι εννοείς αγνοείται;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=