Τάσος Παπαναστασίου αστυνομικό μυθιστόρημα ΚΡΥΦΌ ΑΊΜΑ
Κρυφό αίμα
Πρώτη έκδοση Οκτώβριος 2025 Επιμέλεια έκδοσης Ελένη Μπούρα Φιλολογική επιμέλεια δοκιμίων Κατερίνα Λελούδη Σελιδοποίηση Γιώτα Μπόμπου Σχεδιασμός εξωφύλλου Σαβίνα Χριστοπούλου © 2025, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και Τάσος Παπαναστασίου ISBN 978-618-03-4600-8 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84600 Κ.Ε.Π. 6524, Κ.Π. 22513 Δεν επιτρέπεται η με οποιονδήποτε τρόπο χρήση ή αναπαραγωγή ολόκληρου ή μέρους του βιβλίου με σκοπό την εκπαίδευση τεχνολογιών ή συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Το παρόν έργο προστατεύεται από τη διαδικασία εξόρυξης κειμένου και δεδομένων (Άρθρο 4(3) Οδηγία (ΕΕ) 2019/790). Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου. Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003500 metaixmio.gr • [email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3647433 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα, τηλ.: 210 3647433 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 Αστυνομικό
ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΚΡΥΦΟ ΑΙΜΑ AΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Στη μνήμη του Αλέξανδρου Άμποττ, που με τίμησε με τη φιλία του. Δεν προλάβαμε, φίλε.
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία. Διονύσης Σαββόπουλος Μη συζητάς καθόλου για το πώς είναι ο καλός άνθρωπος· γίνε τέτοιος. Μάρκος Αυρήλιος, Τα Εις Εαυτόν, Ι 16
Σημείωμα του συγγραφέα Η ιστορία που θα διαβάσετε σε αυτό το βιβλίο είναι στο σύνολό της επινοημένη από τον συγγραφέα. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις της πραγματικής ζωής είναι απολύτως συμπτωματική. Αν, παρ’ όλα αυτά, όσο διαβάζετε την ιστορία, αυτή σας θυμίζει διάφορα γεγονότα που συντάραξαν τις κοινωνίες είναι γιατί όσα συμβαίνουν στην πραγματική ζωή πάντοτε ξεπερνούν αυτά που αφηγούνται οι συγγραφείς στα βιβλία τους, και μάλιστα τις περισσότερες φορές με τραγικό τρόπο. Το κρυφό αίμα που κυλάει σχεδόν κάθε βράδυ στα στέκια και τις πλατείες, όπου συχνάζουν τα παιδιά, οι έφηβοι και οι νέοι, υπογραμμίζει την αποτυχία όσων προσπαθειών έγιναν έως τώρα να αντιληφθούμε τι είναι αυτό που τους βασανίζει και τους οδηγεί σε αδιέξοδα. Τα αδιέξοδα αυτά θα φέρουν το επόμενο χρονικό διάστημα αλλαγές που δεν θα είναι πάντα για καλό, τουλάχιστον όσο ακόμα το αίμα που κυλάει θα παραμένει κρυφό και κανείς δεν θα ασχολείται επί της ουσίας με τα αίτια του συγκλονιστικού αυτού κοινωνικού φαινομένου. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα διαβάσετε δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία επινοημένη ιστορία.
01 | Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021, Περιοχή Β. Όλγας, 11 π.μ. Τεντώνεται όσο περισσότερο μπορεί. Είναι μία μικροκαμωμένη γυναίκα, που το βάρος στο στήθος της είναι από εκείνα που δεν σηκώνονται εύκολα. Σε όλο της το πρόσωπο έχει σκαλώσει πίκρα. Τεντώνεται για να φτάσει στο σημείο του τοίχου όπου θα βάλει το ποτήρι. Αν το τοποθετήσεις στο σωστό ύψος, αν μπορέσεις να κάνεις ησυχία και κρατήσεις την ανάσα σου κι αν ακουμπήσεις σωστά το αυτί σου στον πάτο του ποτηριού, θα ακούσεις πεντακάθαρα τι συμβαίνει στο διπλανό δωμάτιο. Ακούει… Ίσως ένας βαθύς αναστεναγμός, αλλά δεν είναι σίγουρη. Ησυχία… Σέρνεται μία καρέκλα. Κάθισμα βαρύ. Ίσως μπουκάλι που ανοίγει. Υγρό που χύνεται σε γυάλινο περιέκτη. Ησυχία. Σε λίγο κάτι σαν να γουργουρίζει. Νερό που κοχλάζει; Όσο θυμάται τον εαυτό της δούλευε. Όταν ήταν μικρή, την έπαιρνε η μητέρα της στη δουλειά μαζί της. Κάθε μέρα. Δεν είχε πού να την αφήσει. Ο πατέρας ήταν στη δική του δουλειά. Ή κοιμόταν. Αυτά το καλοκαίρι. Τον χειμώνα, που τα σχολεία ήταν ανοιχτά, κάποιες φορές την έπαιρνε μαζί της, κάποιες άλλες όχι. Τις πιο πολλές φορές την είχε μαζί της, αφού η δουλειά της ήταν πολύ μακριά από το σχολείο και δεν υπήρχε τρόπος να γυρίζει εγκαίρως για να την παίρνει στο σχόλασμα. Ο πατέρας ήταν στη δική του δουλειά. Δεν μπορούσε να την πάρει από το σχολείο. Τότε τα σχολεία λειτουργούσαν τη μία εβδομάδα πρωί και
ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ 14 την άλλη απόγευμα. Τα απογεύματα πήγαινε σχεδόν πάντα στο σχολείο. Αργούσε λίγο, επειδή έπρεπε να προλάβουν να γυρίσουν από τη δουλειά της μητέρας της, αλλά τις περισσότερες φορές τα απογεύματα πήγαινε στο σχολείο. Ο πατέρας είχε τις δικές του δουλειές. Δεν μπορούσε να ασχολείται. Η κόρη της καθαρίστριας έμοιαζε σαν να ήταν αόρατη για τους άλλους. Ας πούμε, όταν η μητέρα της την έπαιρνε μαζί της στα σπίτια που καθάριζε στα ανατολικά προάστια, τα παιδιά του σπιτιού την αντιμετώπιζαν με συγκαταβατική θέρμη, κάπως σαν ένα υποχρεωτικό κακό, σαν μια αγγαρεία. Οι καλοί τρόποι τούς επέβαλλαν να παίξουν λίγο και με την κόρη της Νίτσας, να μη μένει μόνο του το παιδί. Και η πίκρα έτσουζε στο στόμα της Νίτσας, ενώ στο μυαλό της κόρης της, της Ελένης, γινόταν κουβάρι το ποια ακριβώς ήταν εκείνες τις ώρες: η κόρη της παραδουλεύτρας ή ένα κορίτσι που απολάμβανε πολλά προνόμια. Ένα διαρκές κενό έμενε ως κοινός παρονομαστής. Ήταν η κόρη της καθαρίστριας και της έδιναν ελεημοσύνη με νόμισμα τον χρόνο και την παρέα. Ύστερα μεγάλωσε και σπούδασε. Λογιστικά. Έπιασε δουλειά σε ένα γραφείο και πορευόταν ήσυχα στη ζωή της. Εκεί γνώρισε και τον Κυριάκο, τον αγάπησε και παντρεύτηκαν. Έκαναν ένα παιδί, έναν λεβέντη μέχρι εκεί πάνω πια. Άνοιξαν τη δική τους δουλειά, μια μικρή βιοτεχνία, που σιγά σιγά μεγάλωσε. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ καλά. Και ο πρώτος και ίσως μοναδικός της σκοπός για να ζει, το μοναδικό της κίνητρο, είναι να μη λείψει τίποτα στο παιδί. Αυτή η συλλογική ανοησία που καταδυνάστευσε γενιές: να μην πάθει και το παιδί μου όσα έπαθα εγώ. Ο Γιώργος, ο γιος της, κάθεται στο μπαλκόνι, κοιτώντας στο βάθος τη θάλασσα. Φοράει τα ακουστικά του και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης τού δίνει ρυθμό με τη διασκευή ενός τραγουδιού του Τσιτσάνη. «Μπαξέ Τσιφλίκι»…
ΚΡΥΦΟ ΑΙΜΑ 15 Από το διαμέρισμα όπου ζουν, αν και έχει είσοδο στη Βασιλίσσης Όλγας, εκεί ψηλά που βρίσκεται, βλέπεις τη θάλασσα ανάμεσα από ένα δάσος με κεραίες που είναι φυτεμένο στην ταράτσα της μπροστινής πολυκατοικίας. Όλες αυτές οι πολυκατοικίες χτίστηκαν σε μία από τις ομορφότερες περιοχές της Θεσσαλονίκης, που κάποτε ήταν η συνοικία των πλουσίων, αναπτυγμένη δεξιά και αριστερά της Οδού των Εξοχών, τη σημερινή Βασιλίσσης Όλγας, γεμάτη αρχοντικά με κήπους και ελεύθερο χώρο που έφταναν μέχρι τη θάλασσα. Στα μέρη όπου μένει τώρα ο Γιώργος, στη Σαλαμίνα, όπως την έλεγαν την περιοχή, ήταν η παλιά μεγάλη ψαραγορά της πόλης. Μπροστά στη θάλασσα, εκεί που κοιτά ο Γιώργος, ήταν του Νικάκη η βαρκούλα, έλεγε ο πατέρας του. Για του Τσιτσάνη το τραγούδι μιλούσε, το «Μπαξέ Τσιφλίκι», που το είχε γράψει κατά παραγγελία για έναν πλούσιο κάτοικο του Μπαξέ, όπως έλεγαν τότε τους Νέους Επιβάτες οι Θεσσαλονικείς. Ερωτεύτηκε αυτός ο άνθρωπος τη Μαριγώ και ζήτησε από τον Τσιτσάνη να γράψει ένα τραγούδι-χαρά της ζωής για την αγαπημένη του. Μετά, η αντιπαροχή σάρωσε σπίτια, αποβάθρες, εξοχικά, παραλιακά ταβερνάκια. Οι νέες πολυκατοικίες, τα μέγαρα όπως τα ονόμαζαν τότε, στέγασαν τους ιδιοκτήτες των οικοπέδων, στέγασαν και όσους ήρθαν από την επαρχία για να βρουν δουλειά στην πόλη, πρόσφεραν στέγη σε χιλιάδες ανθρώπους και μία αίσθηση αξιοπρεπούς μικροαστικής διαβίωσης. Σπουδαία πράγματα για τους ανθρώπους της εποχής. Καταστροφικά για την πολιτισμική κληρονομιά της πόλης και για τη μνήμη της. Αναστενάζει. Έχει ανάψει τον ναργιλέ του, έχει βάλει τα δικά του και τον ρουφάει αργά. Οι έγνοιες του του τρυπάνε το μυαλό. Η μάνα του δεν τον αφήνει σε ησυχία, όλο διάβασε και διάβασε, ο πατέρας του ούτε που θυμάται πως έχει παιδί, όλη την ημέρα στη δουλειά. Οι φίλοι είναι μαλάκες. Και ο μπρο του, ο Μιχάλης, μες στην ένταση είναι και στην πίεση.
ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ 16 «Έλα, ρε φίλε, να σου πω, κούμπωσε λίγο. Θα δεις. Δεν θα πάθεις τίποτα» λέει και ξαναλέει. Τον πνίγει η απουσία των γονιών του. Τον πνίγει και η παρουσία τους. Ό,τι δεν του έδωσαν σε ψυχή, σε ασφάλεια, σε συναίσθημα οι γονείς του του το έδωσαν σε λεφτά, σε κινητά, σε ρούχα. «Όχι» δεν έχει ακούσει. Η λέξη αυτή δεν υπάρχει στο ρεπερτόριο των γονιών του. Φτωχό ρεπερτόριο, κυριαρχεί η φράση: «Δεν πειράζει, πουλάκι μου…». Κάθε φορά που δεν τα κατάφερνε, κάθε φορά που έκανε πράγματα που είχαν επίδραση στη ζωή του και στις ζωές των άλλων, ένα «δεν πειράζει» άκουγε. Μεγάλωσε σε έναν χυλό από δήθεν παραινέσεις, μεγαλόστομες διδαχές, ατελείωτους μονολόγους-γκρίνιες, «τι είδα εγώ από εσένα», νουθεσίες χωρίς αντικείμενο και άλλα τέτοια. Ένας χυλός βολικός για όλους. Για τον ίδιο βολικός γιατί δεν έδινε και σοβαρό λογαριασμό σε κανέναν, φτάνει να μην έμπλεκε, να μην έκανε ζημιές μεγάλες και να μην έδινε λαβή για σχόλια στη γειτονιά και στο σόι. Τους γονείς του τους βόλευε, αφού δεν έπρεπε να σκεφτούν και πολύ ότι το παιδί τους θέλει κατευθύνσεις, γονική παρουσία, όρια και έμπρακτη αγάπη, από αυτή που δίνει μορφή στη ζωή των ανθρώπων. Ας πούμε, όταν στα δεκάξι του, πριν από έναν περίπου χρόνο, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις προφυλάξεις που έπρεπε να πάρει με εκείνη τη μικρούλα στο σχολείο, ο πατέρας του πλήρωσε όλα όσα χρειάστηκαν για να γίνει η επέμβαση για την έκτρωση και το μικρό κορίτσι να μη μιλήσει. Ούτε στους γονείς της ούτε στους φίλους της ούτε σε κανέναν. Το κορίτσι ντρεπόταν και φοβόταν καθώς μπήκε πρόωρα στην πραγματικότητα της σκληρής ενηλικίωσης. Τους σιχάθηκε. Θύμωσε. Τον απείλησε. Αποχώρησε οριστικά και αμετάκλητα, με την ψυχούλα της πληγωμένη. «Δεν πειράζει, αγόρι μου. Να είσαι πιο προσεκτικός από εδώ
ΚΡΥΦΟ ΑΙΜΑ 17 και πέρα. Να θυμάσαι πως δεν θα είναι δίπλα σου ο μπαμπάς για να σε καλύπτει μια ζωή» είπε ο πατέρας του στον Γιώργο και το θέμα έληξε εκεί. Δεν το ξανασυζήτησαν από τότε. Ούτε το κορίτσι ξαναφάνηκε στη ζωή του. Αργότερα έμαθε πως δεν ζει πια με τους γονείς της. Λίγες τύψεις τον περιτριγύρισαν, αλλά πιο πολύ πέρασε από το μυαλό του εκείνη η συνηθισμένη βρομερή σκέψη: «Τα ’θελε κι αυτή και τα ’παθε» και έκλεισε το θέμα μέσα του. Τι καλά που βολεύονται τα πράγματα... Η μάνα του, πάλι, έλεγε συνεχώς εκείνο το εκνευριστικό σαν ήχο τρυπανιού σε τοίχο φτιαγμένο από τσιμέντο: «Τι είδα εγώ από εσένα; Όλα σου τα έδωσα, και τι είδα; Όλο με πικραίνεις…». Αυτά επαναλάμβανε η κυρία Ελένη, ειδικά όταν έπαιρναν βαθμούς στο σχολείο. Μετά τα ξεχνούσε. Όχι όμως και ο Γιώργος. Τι να δεις δηλαδή, ρε μάνα; σκεφτόταν, αλλά δεν το έλεγε φωναχτά. Στο μυαλό του Γιώργου χαράχτηκε αργά και σταθερά η στάση ζωής που λέει πως μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αρκεί να μη γίνεσαι αντιληπτός. Αλλά, και αν γίνεις, πάντα υπάρχει τρόπος να ξεμπλέξεις. Ακόμα κι αν δεν αναλάβεις ποτέ τις ευθύνες σου. Ακόμα κι αν δέρνεις πού και πού τη γυναίκα σου ή φοροδιαφεύγεις, αλλά όχι πολύ, αν κάνεις ό,τι σου γουστάρει, χωρίς –πρόσεχε, έλεγε ο μπαμπάς– να σε πάρουν χαμπάρι. Τώρα ακούει το τηλέφωνό του να δονείται. Ο φίλος του ο Μιχάλης τον καλεί. Δεν θέλει να μιλήσει. Βαριέται. Η μητέρα του δεν ακούει τίποτα με το ποτήρι στο αυτί της και ανησυχεί. Ανοίγει την πόρτα του δωματίου του χωρίς να χτυπήσει, κάτι που ξέρει πως τον εκνευρίζει, αλλά το κάνει. Ο Γιώργος γυρίζει και την κοιτάζει. Κάπως απογοητευμένο είναι το παιδί, σκέφτεται η μητέρα του. Το βλέμμα του Γιώργου είναι γεμάτο πίκρα. Δεν ξέρει τι ακριβώς του φταίει. Αυτά που θέλει και δεν τα έχει, αυτά που δεν έχει και δεν ξέρει πως
ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ 18 τα θέλει και άλλα που έχει και τον βασανίζουν. Κλείνει τη μουσική. «Τι είναι, ρε μάνα;» ρωτάει και σηκώνεται από την καρέκλα του. Από το μπαλκόνι μπαίνει στο δωμάτιο. Κοιτάζει έναν γύρο σαν να το βλέπει για πρώτη φορά. Μια μικρή ζαλάδα. Από το χασίς είναι. Θα του περάσει. Τον βλέπει η μητέρα του και ταράζεται. Δεν ξέρει τι να απαντήσει. «Ήθελα να δω αν είσαι καλά, αγόρι μου» λέει και η φωνή της φανερώνει όλο τον δισταγμό της. Αυτό που κάνει δεν το κάνει καλά. Την ίδια ώρα το τηλέφωνο του Γιώργου γουργουρίζει. Κοιτάζει την οθόνη: Μπρο. «Ο Μιχάλης είναι, θα μ’ αφήσεις να μιλήσω με την ησυχία μου;» Δείχνει στη μάνα του την οθόνη και ο εκνευρισμός του θυμίζει καλοκαιρινό καύσωνα. «Βγες λίγο» λέει και ολοκληρώνει την κίνηση δείχνοντάς της με το άλλο του χέρι την έξοδο. Εκείνη υποχωρεί. Ίσως είναι και λίγο ανακουφισμένη. Κλείνει την πόρτα πίσω της και κολλάει το αυτί της στο ξύλο. Ο Γιώργος ανοίγει την πόρτα απότομα και την κοιτάει με τέτοια λύπη, που εκείνη σκύβει το κεφάλι, σηκώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια σε μια κίνηση παράκλησης για συγχώρεση. Ίσως σε μια κίνηση προστασίας, λες και το παιδί της πάει να τη χτυπήσει. Η πόρτα βροντάει με δύναμη και ο ήχος που ακούγεται μοιάζει σαν να κόβεται βίαια ομφάλιος λώρος. «Έλα, μπρο…» «Πώς πάει, αδερφέ μου;» ρωτάει ο Μιχάλης με την ένρινη φωνή του. «Προσπαθώ να αράξω πέτσα, ρε, να τσιλάρω λίγο, και η μάνα μου μου τα κάνει τσουρέκια, ρε» λέει ο Γιώργος.
ΚΡΥΦΟ ΑΙΜΑ 19 «Α, καλά... η κυρα-Λένα είναι ίδια η μάνα μου. Τέτοια κάνει και η δικιά μου, ρε. Δεν την παλεύω μία». «Τι κάνουμε; Πάμε Cosmos; Ψήνεσαι;» «Ναι. Έχω μανατζάρει και κάτι ακόμα. Θα σου πω από κοντά». Δεν του παίρνει και πολύ χρόνο να αποφασίσει. Θα πάει. Βγαίνοντας, πέφτει επάνω στη μάνα του. Τα μάτια του γυαλίζουν. Από θυμό; Από θλίψη; Η Ελένη δεν μπορεί να καταλάβει. «Τι είναι, αγόρι μου;» Ο Γιώργος την κοιτάει σαν να μην τη βλέπει. «Φεύγω, μάνα». Κινείται γρήγορα προς την πόρτα. «Κάτσε, βρε αγόρι μου. Τι είναι; Τι είναι;» Δεν βρίσκει άλλες λέξεις. Στέκουν και δεν βγαίνουν από το στόμα της όλες οι σωστές, όλες αυτές που θα μπορούσε να τις πει και να μιλήσουν, να τα πούνε σαν μάνα και γιος, επιτέλους να τον καταλάβει. Να τον βοηθήσει. Ο Γιώργος χαμογελάει, ένα χαμόγελο γεμάτο πικραμένη οργή. «Όλα κομπλέ, μάνα. Άσε με τώρα!» Η Ελένη στέκει μπροστά του. «Πες μου, πού πας; Πες μου!» επιστρατεύει η Ελένη τη μητρική εξουσία. Οι ρωγμές στη φωνή της κάνουν τον Γιώργο να σταματήσει. «Στον Μιχάλη…» Η προαιώνια ενοχή καίει το μέτωπό του. Δεν είναι σωστό να στεναχωρεί τη μητέρα του. Αυτήν που τόσα έκανε γι’ αυτόν. Κάνει δυο βήματα κάπως συγκρατημένα, σαν να τραβιέται με έναν τρόπο μακριά της, αλλά και σαν να πλησιάζει, σαν να μη θέλει αλλά και να θέλει να την πλησιάσει. Η οργισμένη αμηχανία του δεν τον αφήνει να είναι τρυφερός. Τι τρυφερός και μαλακίες τώρα, γιολάς είναι; Σκύβει κοιτώντας αλλού, δέχεται
ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ 20 το φιλί της στο μάγουλο, τη φιλάει κι αυτός και βγαίνει κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του. Δεν θα ξαναγυρίσει. Το σπίτι σκοτεινιάζει. Το σπίτι ξέρει. Το ίδιο και η Ελένη. Το χάνει το παιδί της. Το στήθος της έχει έναν βράχο πάνω του. Δεν ξέρει τι να κάνει.
ISBN: 978-618-03-4600-8 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 84600 Η δολοφονία του δεκαεννιάχρονου Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, σε επεισόδιο οπαδικής βίας, το βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου 2022, συντάραξε όλη τη χώρα για την ωμότητά της, για τον τρόπο και τους λόγους για τους οποίους έγινε. Κι όμως οι διαδρομές που οδήγησαν σ’ αυτήν δεν είναι άγνωστες και επαναλαμβάνονται διαρκώς: ανήλικοι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στρατολογούνται σε οπαδικά σχήματα, πολιτικά, οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα που επενδύουν στον τρόμο. Πιο πίσω οικογενειακά αδιέξοδα, βουβές σχολικές αίθουσες, υποκριτικές ευαισθησίες, δήθεν οργισμένοι στίχοι... Όλα είναι εκεί, ολοφάνερα αν θέλεις να τα δεις, το αίμα που ρέει όμως κάθε βράδυ στις γειτονιές της πόλης κρατιέται πάντα κρυφό. Η Θεσσαλονίκη το καταπίνει στη σιωπή της. Ο Αστυνόμος Απτόσογλου, γυρνώντας από το κατώφλι του θανάτου, πιο εύθραυστος από κάθε άλλη φορά, με νέους συμμάχους και παντοτινούς εχθρούς, διχάζεται: να αναζητήσει την πηγή του αιμάτινου ποταμιού ή να τραβήξει όσους μπορεί μακριά από τη ροή του;
www.metaixmio.grRkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=