ΚΡΥΦΟ ΑΙΜΑ 19 «Α, καλά... η κυρα-Λένα είναι ίδια η μάνα μου. Τέτοια κάνει και η δικιά μου, ρε. Δεν την παλεύω μία». «Τι κάνουμε; Πάμε Cosmos; Ψήνεσαι;» «Ναι. Έχω μανατζάρει και κάτι ακόμα. Θα σου πω από κοντά». Δεν του παίρνει και πολύ χρόνο να αποφασίσει. Θα πάει. Βγαίνοντας, πέφτει επάνω στη μάνα του. Τα μάτια του γυαλίζουν. Από θυμό; Από θλίψη; Η Ελένη δεν μπορεί να καταλάβει. «Τι είναι, αγόρι μου;» Ο Γιώργος την κοιτάει σαν να μην τη βλέπει. «Φεύγω, μάνα». Κινείται γρήγορα προς την πόρτα. «Κάτσε, βρε αγόρι μου. Τι είναι; Τι είναι;» Δεν βρίσκει άλλες λέξεις. Στέκουν και δεν βγαίνουν από το στόμα της όλες οι σωστές, όλες αυτές που θα μπορούσε να τις πει και να μιλήσουν, να τα πούνε σαν μάνα και γιος, επιτέλους να τον καταλάβει. Να τον βοηθήσει. Ο Γιώργος χαμογελάει, ένα χαμόγελο γεμάτο πικραμένη οργή. «Όλα κομπλέ, μάνα. Άσε με τώρα!» Η Ελένη στέκει μπροστά του. «Πες μου, πού πας; Πες μου!» επιστρατεύει η Ελένη τη μητρική εξουσία. Οι ρωγμές στη φωνή της κάνουν τον Γιώργο να σταματήσει. «Στον Μιχάλη…» Η προαιώνια ενοχή καίει το μέτωπό του. Δεν είναι σωστό να στεναχωρεί τη μητέρα του. Αυτήν που τόσα έκανε γι’ αυτόν. Κάνει δυο βήματα κάπως συγκρατημένα, σαν να τραβιέται με έναν τρόπο μακριά της, αλλά και σαν να πλησιάζει, σαν να μη θέλει αλλά και να θέλει να την πλησιάσει. Η οργισμένη αμηχανία του δεν τον αφήνει να είναι τρυφερός. Τι τρυφερός και μαλακίες τώρα, γιολάς είναι; Σκύβει κοιτώντας αλλού, δέχεται
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=