Κρυφό αίμα

ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ 18 τα θέλει και άλλα που έχει και τον βασανίζουν. Κλείνει τη μουσική. «Τι είναι, ρε μάνα;» ρωτάει και σηκώνεται από την καρέκλα του. Από το μπαλκόνι μπαίνει στο δωμάτιο. Κοιτάζει έναν γύρο σαν να το βλέπει για πρώτη φορά. Μια μικρή ζαλάδα. Από το χασίς είναι. Θα του περάσει. Τον βλέπει η μητέρα του και ταράζεται. Δεν ξέρει τι να απαντήσει. «Ήθελα να δω αν είσαι καλά, αγόρι μου» λέει και η φωνή της φανερώνει όλο τον δισταγμό της. Αυτό που κάνει δεν το κάνει καλά. Την ίδια ώρα το τηλέφωνο του Γιώργου γουργουρίζει. Κοιτάζει την οθόνη: Μπρο. «Ο Μιχάλης είναι, θα μ’ αφήσεις να μιλήσω με την ησυχία μου;» Δείχνει στη μάνα του την οθόνη και ο εκνευρισμός του θυμίζει καλοκαιρινό καύσωνα. «Βγες λίγο» λέει και ολοκληρώνει την κίνηση δείχνοντάς της με το άλλο του χέρι την έξοδο. Εκείνη υποχωρεί. Ίσως είναι και λίγο ανακουφισμένη. Κλείνει την πόρτα πίσω της και κολλάει το αυτί της στο ξύλο. Ο Γιώργος ανοίγει την πόρτα απότομα και την κοιτάει με τέτοια λύπη, που εκείνη σκύβει το κεφάλι, σηκώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια σε μια κίνηση παράκλησης για συγχώρεση. Ίσως σε μια κίνηση προστασίας, λες και το παιδί της πάει να τη χτυπήσει. Η πόρτα βροντάει με δύναμη και ο ήχος που ακούγεται μοιάζει σαν να κόβεται βίαια ομφάλιος λώρος. «Έλα, μπρο…» «Πώς πάει, αδερφέ μου;» ρωτάει ο Μιχάλης με την ένρινη φωνή του. «Προσπαθώ να αράξω πέτσα, ρε, να τσιλάρω λίγο, και η μάνα μου μου τα κάνει τσουρέκια, ρε» λέει ο Γιώργος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=