Κρυφό αίμα

ΚΡΥΦΟ ΑΙΜΑ 17 και πέρα. Να θυμάσαι πως δεν θα είναι δίπλα σου ο μπαμπάς για να σε καλύπτει μια ζωή» είπε ο πατέρας του στον Γιώργο και το θέμα έληξε εκεί. Δεν το ξανασυζήτησαν από τότε. Ούτε το κορίτσι ξαναφάνηκε στη ζωή του. Αργότερα έμαθε πως δεν ζει πια με τους γονείς της. Λίγες τύψεις τον περιτριγύρισαν, αλλά πιο πολύ πέρασε από το μυαλό του εκείνη η συνηθισμένη βρομερή σκέψη: «Τα ’θελε κι αυτή και τα ’παθε» και έκλεισε το θέμα μέσα του. Τι καλά που βολεύονται τα πράγματα... Η μάνα του, πάλι, έλεγε συνεχώς εκείνο το εκνευριστικό σαν ήχο τρυπανιού σε τοίχο φτιαγμένο από τσιμέντο: «Τι είδα εγώ από εσένα; Όλα σου τα έδωσα, και τι είδα; Όλο με πικραίνεις…». Αυτά επαναλάμβανε η κυρία Ελένη, ειδικά όταν έπαιρναν βαθμούς στο σχολείο. Μετά τα ξεχνούσε. Όχι όμως και ο Γιώργος. Τι να δεις δηλαδή, ρε μάνα; σκεφτόταν, αλλά δεν το έλεγε φωναχτά. Στο μυαλό του Γιώργου χαράχτηκε αργά και σταθερά η στάση ζωής που λέει πως μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αρκεί να μη γίνεσαι αντιληπτός. Αλλά, και αν γίνεις, πάντα υπάρχει τρόπος να ξεμπλέξεις. Ακόμα κι αν δεν αναλάβεις ποτέ τις ευθύνες σου. Ακόμα κι αν δέρνεις πού και πού τη γυναίκα σου ή φοροδιαφεύγεις, αλλά όχι πολύ, αν κάνεις ό,τι σου γουστάρει, χωρίς –πρόσεχε, έλεγε ο μπαμπάς– να σε πάρουν χαμπάρι. Τώρα ακούει το τηλέφωνό του να δονείται. Ο φίλος του ο Μιχάλης τον καλεί. Δεν θέλει να μιλήσει. Βαριέται. Η μητέρα του δεν ακούει τίποτα με το ποτήρι στο αυτί της και ανησυχεί. Ανοίγει την πόρτα του δωματίου του χωρίς να χτυπήσει, κάτι που ξέρει πως τον εκνευρίζει, αλλά το κάνει. Ο Γιώργος γυρίζει και την κοιτάζει. Κάπως απογοητευμένο είναι το παιδί, σκέφτεται η μητέρα του. Το βλέμμα του Γιώργου είναι γεμάτο πίκρα. Δεν ξέρει τι ακριβώς του φταίει. Αυτά που θέλει και δεν τα έχει, αυτά που δεν έχει και δεν ξέρει πως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=