Κρυφό αίμα

ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ 16 «Έλα, ρε φίλε, να σου πω, κούμπωσε λίγο. Θα δεις. Δεν θα πάθεις τίποτα» λέει και ξαναλέει. Τον πνίγει η απουσία των γονιών του. Τον πνίγει και η παρουσία τους. Ό,τι δεν του έδωσαν σε ψυχή, σε ασφάλεια, σε συναίσθημα οι γονείς του του το έδωσαν σε λεφτά, σε κινητά, σε ρούχα. «Όχι» δεν έχει ακούσει. Η λέξη αυτή δεν υπάρχει στο ρεπερτόριο των γονιών του. Φτωχό ρεπερτόριο, κυριαρχεί η φράση: «Δεν πειράζει, πουλάκι μου…». Κάθε φορά που δεν τα κατάφερνε, κάθε φορά που έκανε πράγματα που είχαν επίδραση στη ζωή του και στις ζωές των άλλων, ένα «δεν πειράζει» άκουγε. Μεγάλωσε σε έναν χυλό από δήθεν παραινέσεις, μεγαλόστομες διδαχές, ατελείωτους μονολόγους-γκρίνιες, «τι είδα εγώ από εσένα», νουθεσίες χωρίς αντικείμενο και άλλα τέτοια. Ένας χυλός βολικός για όλους. Για τον ίδιο βολικός γιατί δεν έδινε και σοβαρό λογαριασμό σε κανέναν, φτάνει να μην έμπλεκε, να μην έκανε ζημιές μεγάλες και να μην έδινε λαβή για σχόλια στη γειτονιά και στο σόι. Τους γονείς του τους βόλευε, αφού δεν έπρεπε να σκεφτούν και πολύ ότι το παιδί τους θέλει κατευθύνσεις, γονική παρουσία, όρια και έμπρακτη αγάπη, από αυτή που δίνει μορφή στη ζωή των ανθρώπων. Ας πούμε, όταν στα δεκάξι του, πριν από έναν περίπου χρόνο, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις προφυλάξεις που έπρεπε να πάρει με εκείνη τη μικρούλα στο σχολείο, ο πατέρας του πλήρωσε όλα όσα χρειάστηκαν για να γίνει η επέμβαση για την έκτρωση και το μικρό κορίτσι να μη μιλήσει. Ούτε στους γονείς της ούτε στους φίλους της ούτε σε κανέναν. Το κορίτσι ντρεπόταν και φοβόταν καθώς μπήκε πρόωρα στην πραγματικότητα της σκληρής ενηλικίωσης. Τους σιχάθηκε. Θύμωσε. Τον απείλησε. Αποχώρησε οριστικά και αμετάκλητα, με την ψυχούλα της πληγωμένη. «Δεν πειράζει, αγόρι μου. Να είσαι πιο προσεκτικός από εδώ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=