Κρυφό αίμα

ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ 14 την άλλη απόγευμα. Τα απογεύματα πήγαινε σχεδόν πάντα στο σχολείο. Αργούσε λίγο, επειδή έπρεπε να προλάβουν να γυρίσουν από τη δουλειά της μητέρας της, αλλά τις περισσότερες φορές τα απογεύματα πήγαινε στο σχολείο. Ο πατέρας είχε τις δικές του δουλειές. Δεν μπορούσε να ασχολείται. Η κόρη της καθαρίστριας έμοιαζε σαν να ήταν αόρατη για τους άλλους. Ας πούμε, όταν η μητέρα της την έπαιρνε μαζί της στα σπίτια που καθάριζε στα ανατολικά προάστια, τα παιδιά του σπιτιού την αντιμετώπιζαν με συγκαταβατική θέρμη, κάπως σαν ένα υποχρεωτικό κακό, σαν μια αγγαρεία. Οι καλοί τρόποι τούς επέβαλλαν να παίξουν λίγο και με την κόρη της Νίτσας, να μη μένει μόνο του το παιδί. Και η πίκρα έτσουζε στο στόμα της Νίτσας, ενώ στο μυαλό της κόρης της, της Ελένης, γινόταν κουβάρι το ποια ακριβώς ήταν εκείνες τις ώρες: η κόρη της παραδουλεύτρας ή ένα κορίτσι που απολάμβανε πολλά προνόμια. Ένα διαρκές κενό έμενε ως κοινός παρονομαστής. Ήταν η κόρη της καθαρίστριας και της έδιναν ελεημοσύνη με νόμισμα τον χρόνο και την παρέα. Ύστερα μεγάλωσε και σπούδασε. Λογιστικά. Έπιασε δουλειά σε ένα γραφείο και πορευόταν ήσυχα στη ζωή της. Εκεί γνώρισε και τον Κυριάκο, τον αγάπησε και παντρεύτηκαν. Έκαναν ένα παιδί, έναν λεβέντη μέχρι εκεί πάνω πια. Άνοιξαν τη δική τους δουλειά, μια μικρή βιοτεχνία, που σιγά σιγά μεγάλωσε. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ καλά. Και ο πρώτος και ίσως μοναδικός της σκοπός για να ζει, το μοναδικό της κίνητρο, είναι να μη λείψει τίποτα στο παιδί. Αυτή η συλλογική ανοησία που καταδυνάστευσε γενιές: να μην πάθει και το παιδί μου όσα έπαθα εγώ. Ο Γιώργος, ο γιος της, κάθεται στο μπαλκόνι, κοιτώντας στο βάθος τη θάλασσα. Φοράει τα ακουστικά του και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης τού δίνει ρυθμό με τη διασκευή ενός τραγουδιού του Τσιτσάνη. «Μπαξέ Τσιφλίκι»…

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=