10
τηκε πολύ και μου τράβηξε τόσο τα μαλλιά που
δεν άντεξα τον πόνο. Άρχισα να κλαίω και να
τσιρίζω. Ημαμά έτρεξε αμέσως να καθησυχάσει
εμένα και να μαλώσει τον Πέτρο, που ήταν φυ
σικά ο μοναδικός ύποπτος, ο «συνήθης ύποπτος»
όπως λέει ο μπαμπάς.
Δυστυχώς μοιραζόμαστε το ίδιο δωμάτιο με
τον Πέτρο. Το απόγευμα λοιπόν, μόλις τέλειω
σα τα μαθήματά μου, πήγα στο δωμάτιό μας να
πάρω ένα βιβλίο να διαβάσω. Είχα αρχίσει από
την προηγουμένη τα
Ξύλινα σπαθιά
, του Πα
ντελή Καλιότσου, ένα βιβλίο που είχα ξεθάψει
από τη βιβλιοθήκη της μαμάς μου, από τον
καιρό που ήταν κι εκείνη παιδί. Και μπαίνο
ντας, τι να δω; Τον Πετράκη να ξεφυλλίζει το
ημερολόγιό μου!
«Τι κάνεις εκεί; Άσ’ το γρήγορα κάτω!» του
φώναξα θυμωμένη.
«Γιατί, Μηνούλι; Γράφεις κανένα μυστικό;»
κάγχασε ο αδερφός μου.
«Μη με λες έτσι!!! Γκρρρρ» γρύλισα σφίγγο
ντας τα δόντια μου και αγριοκοιτάζοντάς τον