Κοντά στις ράγιες

ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΙΕΣ | 17 αναστενάζει η Ντούνια. Δεν ακούει κανέναν. Όπου φτωχός και που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, εκεί τρέ- χει. Κι οι φτωχοί τι πληρώνουν; Ψείρες, που μας τις κουβαλάει πολλές φορές πάνω στο πανωφόρι του. — Μπας και δεν ξέρει ο γιατρός σας να γιατρεύει πλούσιους; κάνει δειλά δειλά ο Ραφάλ. — Δεν ξέρει; πετάγεται ίσαμε πάνω η Ντούνια. Και ποιος ξεγέννησε τη στρατηγίνα, που την είχανε για χάρο; Μέχρι κι από την Πετρούπολη φέρανε γιατρό κι εκείνος: «νίπτω τας χείρας μου». Ο δικός μας όμως, χραπ χραπ, κόψε ράψε, και στρατηγίνα και στρατηγάκι ζούνε και βασιλεύουν. Άκου δεν ξέ- ρει τους πλούσιους! Ο Ραφάλ ρουφάει το τσάι του, εγώ αλλάζω πόδι γιατί πιάστηκε το ένα και ξάφνου η καρδιά μου χο- ροπηδάει, γιατί άκουσα το ντιβανάκι της τραπεζα- ρίας να τρίζει, σημάδι πως ξύπνησε ο μπαμπάς. Και η ώρα που ξυπνάει, όσο να ξαναφύγει στα βιαστικά, είναι η ώρα μου. Ας είναι και είκοσι, και δέκα λεπτά. Είναι όμως δικά μου, καταδικά μου. Έτρεξα στις μύτες των ποδιών στην τραπεζαρία και τον είδα να χασμουριέται και να τεντώνει τα χέρια του έξω από τη γούνα. — Κουκούτσι! με πήρε το μάτι του. — Μπαμπά, να μην αλλάξουμε σπίτι, του λέω και γονατίζω πλάι στο ντιβανάκι να τον αγκαλιάσω.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=