Κοντά στις ράγιες
AΛKH ZEH 16 | Ύστερα πέφτει να κοιμηθεί στο ντιβάνι του γρα- φείου του και σκεπάζεται με μια παλιά γούνα, που φορούσε κάποτε η μαμά για καλή. Όλοι περπατάμε στις μύτες και μιλάμε ψιθυριστά, ακόμα και η Ντού- νια –η πρώην νταντά μου– που έχει φωνή τρομπόνι. Η Ντούνια κάθεται στην κουζίνα, τρίβει τις κα- τσαρόλες της και μουρμουρίζει σε μια ανάκατη γλώσσα, όπως μιλάει ο περισσότερος κόσμος στη μικρή μας πόλη, ρωσικο-πολωνικο-λιθουανικά. — Να ’τανε άλλος γιατρός με τόση δουλειά θα κολύμπαγε στο χρυσάφι. Στην κουζίνα κάθεται και πίνει τσάι –που το χύ- νει και το ρουφάει μέσα από το πιατάκι– ο Ραφάλ, που δουλειά του είναι να πηγαίνει στα σπίτια και να γυαλίζει το παρκέτο. Σήμερα ήρθε να μας ρωτή- σει πότε τον χρειαζόμαστε. Δεν κουβαλάει μαζί του ούτε παρκετίνη ούτε βούρτσες και παρκετόπανα. Έτσι η Ντούνια τον δέχτηκε σαν επίσκεψη και του ’βγαλε τσάι και μαρμελάδα αγριοφράουλες. Εγώ πάω και στέκομαι στην πόρτα της κουζίνας, με το ’να πόδι λυγισμένο πίσω. Μπορεί να μοιάζω και πελαργός. — Χίλιες φορές του το έχω πει να γιατρεύει μονάχα τους πλούσιους, συνεχίζει τη μουρμούρα η Ντούνια. — Κι αυτός; ενδιαφέρεται ο Ραφάλ. — Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=