Κοντά στις ράγιες

ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΙΕΣ | 15 στην αρχή το στόμα της, το ξανακλείνει κι ύστερα λέει πάντα την ίδια φράση: «Κι από πού να το ξέρω εγώ;» Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο δε με βαριέται κι απαντάει στα ερωτήματά μου κι ας είναι και κου- τά πολλές φορές. Αυτός είναι ο μπαμπάς μου. Μο- νάχα που δεν έχει σχεδόν ποτέ καιρό. Ή θα τρέχει από άρρωστο σε άρρωστο ή θα πηγαίνει στο νοσο- κομείο ή, όπως τώρα δα, που μόλις γύρισε αποκεί ψόφιος στην κούραση… Είναι Κυριακή πρωί. Όλη τη χτεσινή νύχτα την πέρασε κοντά στον άρρωστό του, γιατί του είχε κά- νει μια δύσκολη εγχείρηση κι εγώ τον περίμενα από τις εφτά να γυρίσει για να τον ρωτήσω: πώς γίνεται να μεγαλώνει το πόδι μου έτσι, που να μη μου μπαί- νουν τα καλά μου τα παπούτσια, ενώ την περασμέ- νη Κυριακή ακόμη μου πήγαιναν μια χαρά; Μα ενώ κοίταζα τις ράγιες, τον είδα να μπαίνει από την καγκελόπορτα με τους ώμους σκυφτούς από την κούραση κι όλα μου τα μανιταράκια –τα ερωτήματα ήθελα να πω– ξανατρύπωσαν κάπου βα- θιά στο κεφάλι μου. — Καλημέρα, Κουκούτσι (είναι το παρατσούκλι μου, μα μόνο ο μπαμπάς με φωνάζει έτσι), μου λέει κουρασμένα και κάθεται όπως είναι με το παλτό κοντά στο τραπέζι, ενώ η μαμά τρέχει να του φέρει το πρωινό του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=