Κοντά στις ράγιες

AΛKH ZEH 14 | — Πήγαινε να παίξεις ντάμα με τη φροϊλάιν Τσι- τσίλχεν. Δεν της απαντάω. Περιμένω να βγει από το δω- μάτιο και τότε γυρίζω και λέω στη Σαμοβαρούλα: — Η φροϊλάιν Τσιτσίλχεν είναι χαζή. «Χαζή», σχηματίζουν και τα μισόστραβα χείλη της μέσα στο σαμοβάρι. Η φροϊλάιν Τσιτσίλχεν είναι Γερμανίδα και μου τη φέρανε να μου μάθει γερμανικά. Είναι όμως θεόκου- τη. Μας κατέφθασε εδώ και έξι μήνες από τη Γερ- μανία, εγώ κιόλας διαβάζω μικρά παραμυθάκια στα γερμανικά, κουτσομιλάω μαζί της κι εκείνη δεν έμα- θε στη γλώσσα μας ούτε τις πιο απλές λέξεις για να συνεννοείται: «ψωμί», «σκατά», «στο διάολο». Αχ, πώς δεν τη χωνεύω! Έχει γαλάζια ξεπλυμένα μάτια σαν τις κούκλες στις βιτρίνες και μαλλιά σαν άχερο. Μα και κείνη μου ’χει θαρρώ… μια συμπάθεια! Εγώ τρελαίνομαι να ρωτάω. Ο μπαμπάς λέει πως οι ερωτήσεις ξεπηδάνε από το κεφάλι μου σαν τα μανι- τάρια ύστερα από μια ψιλή βροχούλα. Κι η Τσιτσίλχεν, ένας Θεός ξέρει πόσο βαριέται ν’ απαντάει, πόσο με βαριέται με το ρώτα ρώτα. «Πρέπει οι άνθρωποι να πεθαίνουν το δίχως άλλο;», «Τι γίνονται οι μύγες τον χειμώνα;», «Γιατί ο θείος μου που αρραβωνιάστηκε ζή- τησε το χέρι της νύφης;». Βροχή πέφτουν στο κεφάλι της κακομοίρας της Τσιτσίλχεν. Κι εκείνη μισανοίγει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=